Απο το βιβλιο του Σταύρου Γ. Παπαμώκου "Η ΣΕΛΛΙΑΝΗ ΧΘΕΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ "

Μπροστά από την οριστική καταστροφή της (συνέβηκε στις 27 Σεmεμβρίου 1943) η Σέλλιανη, είχε 60 περίπου σπίτια. Οι οικογένειες οι οποίες στεγάζονταν σ' αυτά, ήταν πολύ περισσότερες. Και τούτο, διότι διατηρούνταν ακόμη, η μορφή της πατριαρχικής οικογένειας, για πολλούς και διάφορους λόγους. Όπως, έλλειψη στέγης, αγροτικές και κτηνοτροφικές εργασίες που ήθελαν συνεργασία πολλών ατόμων, οικονομική κατάσταση κλπ.

Κι έτσι, υπήρχαν σπίτια εις τα οποία κατοικούσαν δυο ή και περισσότερες οικογένειες μαζί, όπου ο αριθμός των ατόμων που συγκατοικούσαν μερικές φορές ξεπερνούσαν τα 10. Βέβαια, η διαβίωση κάτω από τέτοιες προϋποθέσεις ήταν δύσκολη και προβληματική.

Μ' αυτά τα δεδομένα, οι κάτοικοι του χωριού κυμαίνονταν γύρω στους 400-450. Τα σπίτια τους, που δεν ήταν και πολύ ευρύχωρα, ήταν άλλα ασβεστόχτιστα δηλαδή χτισμένα με πέτρα και ασβέστη και άλλα λιθόκτιστα, δηλαδή χτισμένα με πέτρα χωρίς ασβέστη.
Στα ασβεστόχτιστα σπίτια, οι γωνίες στις πόρτες και τα παράθυρα και οι γρηπίδες, στερεώνονταν με πέτρες σκαλιστές, συμμετρικές, τους λεγόμενους κιοσιέδες, που τους έβγαζαν από μέσα από τη γη από νταμάρια (μαντένια) που βρίσκονταν στα πόδια του βουνού Κούφαλου.

Ενώ η μεταφορά τους γίνονταν από γυναίκες και κοπέλες που τις φόρτωναν στην πλάτη τους. Επειδή η απόσταση από τα νταμάρια ως το χωριό, δεν ήταν και πολύ μικρή και αρκετά δύσκολη λόγω του ανωμάλου του δρόμου, η μεταφορά γίνονταν με αλληλοβοήθεια.

Δηλαδή βοηθούσαν, συγγενείς και φίλοι του νοικοκύρη που έχτιζε το σπίτι. Μ' αυτό το έθιμο, ΟΙ κάτοικοι διευκολύνονταν στην επίλυση πολλών παρόμοιων προβλημάτων. Ακόμη και σε έργα κοινής ωφέλειας του χωριού Π.χ. ανέγερση σχολείου, εκκλησίας κλπ.

Τα περισσότερα από τα σπίτια του χωριού ήσαν ισόγεια και λίγα με έναν όροφο. Τα ισόγεια, στο δάπεδό τους, άλλα είχαν Ψευτοπάτωμα με σανίδια, και άλλα ήταν στρωμένα με χώμα που το μετέφεραν από το λάκκο του Καραμιχάλη. Το στρώσιμο του δαπέδου, σ' αυτά τα σπίτια, γίνονταν με επιμέλεια, φροντίδα αλλά και πολλή κούραση από τις νοικοκυρές. Να τι έκαναν.

Έπαιρναν άσπρο χώμα, λευκάρδα τόλεγαν. Αφού το ανακάτευαν με γελαδοκοπριές, το ζύμωναν καλά, και ύστερα άλοιψαν με τα χέρια τους το δάπεδο. Δε χρησιμοποιούσαν εργαλεία. Αυτή τη δουλειά, την επαναλάβαιναν και όταν ήθελαν να φρεσκαρίσουν το σπίτι τους. Το Πάσχα ή άλλη μεγάλη γιορτή.

Στο μονόροφα σπίτια, το μισό ήταν κιόσκι δηλαδή είχε πάτωμα και από κάτω ήταν υπόγειο, ενώ το υπόλοιπο ήταν στρωτό (έτσι τόλεγαν) δηλαδή χωρίς πάτωμα,στρωμένο με χώμα. Υπήρχαν όμως και μονόροφα σπίτια στα οποία όλος ο χώρος είχε πάτωμα. Και στους δύο τύπους των σπιτιών, τη στέγη την κατασκεύαζαν με χοντράξυλα τις γρεντές (δοκάρια) από έλατα τα οποία μετάφεραν από τα δάση του Κορύλα, ή του Αί-Θανάση της Λαμπανίτσας.

Πολ- λές φορές χρησιμοποιούσαν τέτοια ξύλα και από πλατάνια ή από βαλανιδιές. Τα υπόλοιπα ξύλα που χρησιμοποιούσαν, πέτραβα, σανίδια κλπ. προμηθεύονταν από την Λαμπανίτσα (Ελαταριά) η οποία είχε αξιόλογη υλοτομία. Στη σκεπή χρησιμοποιούσαν πλάκες άσπρες από σχιστόλιθο τις οποίες έβγαζαν σε νταμάρια στο Κούφαλο ή στη Μαροτέση της Λαμπανίτσας.

Πολλοί όμως χρησιμοποιούσαν κεραμίδια τα οποία προμηθεύονταν από την Πλακωτή.Ελάχιστα ήταν τα σπίτια που είχαν ταβάνι. Αυτό το θεωρούσαν πολυτέλεια μεγάλη. Γι' αυτό, όσα απ' αυτά ήταν σκεπασμένα με κεραμίδια, το χειμώνα, όταν χιόνιζε και φυσούσε και αέρας, είχαν σοβαρά προβλήματα. Διότι έμπαινε το χιόνι μέσα. Ενώ όσα ήσαν σκεπασμένα με πλάκα δεν είχαν κανένα τέτοιο πρόβλημα.

Και τούτο γιατί η πλάκα δεν άφηνε χαραμάδες από τις οποίες θα μπορούσε να περάσει το χιόνι. Τα παράθυρά τους, ήταν λίγα και είχαν σιδεριές. Ήταν βέβαια πολύ μικρά. Από μέσα έκλειναν με σανιδένια παραθυρόφυλλα. Για πολλά χρόνια δεν χρησιμοποιούσαν τζάμια, γι' αυτό και τα σπίτια ήταν σκοτεινά. Η εξώπορτά τους ήταν φτιαγμένη με χοντρά σανίδια, έκλεινε με κλειδαριά και από μέσα ασφαλίζονταν και με σύρτη. Είχε ακόμη και μάνταλο για πρόχειρο κλείσιμο. Ο μάνταλος, ήταν ένα σκαλοκομένο ξύλο, καρφωμένο στο θυρόξυλο.
Τα περισσότερα σπίτια, ισόγεια και μονόροφα είχαν δυο δωμάτια. Τρίτο, ξεχωριστό δωμάτιο, είχαν μόνο τα σπίτια τα οποία χτίστη καν λίγα χρόνια προ του ελληνο'ίταλικού πολέμου. Αυτά ήταν κάπως συγχρονισμένα. Είχαν πολλά και μεγάλα παράθυρα με τζάμια, ταβάνι, μπαλκόνι, ωραίες εξωτερικές σκάλες με πελεκητούς κιοσέδες κ-λπ.

Υπήρχαν όμως και σπίτια με ένα μόνο δωμάτιο, μέσα στο οποίο, οι ένοικοί του, ήσαν αναγκασμένοι να ζουν κάτω από πολύ δυσμενείς συνθήκες, ασφαλώς και ανθυγιεινές. Υπήρχαν όμως και σπίτια, ευτυχώς ελάχιστα σκεπασμένα με άχυρο, από σίκαλι ή από παπύρι, οι αχυροκαλύβες. Σπίτια ανάγκης. Στη λύση αυτή κατάφευγαν συνήθως νεαρά αντρόγυνα τα οποία έφευγαν από τις πατριαρχικές οικογένειες, που έστηνα πρόχειρα το νοικοκυριό τους.

Βέβαια, σ' αυτά τα καλυβόσπιτα, η ζωή τους, ήταν από κάθε άποψη, δύσκολη, προβληματική αλλά και επικίνδυνη διότι πολλές φορές, το άχυρο ή το παπύρι, από απροσεξία έπαιρνε φωτιά και τότε οι ένοικοι τους, έμεναν στο ύπαιθρο. Στα σπίτια, με τα δύο δωμάτια, το ένα, το μεγαλύτερο εξυπηρετούσε τις περισσότερες ανάγκες της οικογένειας.

Ήταν υπνοδωμάτιο, δωμάτιο υποδοχής και πολλές φορές και κουζίνα. Σ' αυτό το δωμάτιο, στο κάτω μέρος ήταν η γωνιά, η αγωνίστρα όπως την έλεγαν όπου άναβαν φωτιά, γιατί τα περισσότερα σπίτια δεν είχαν τζάκι. Αντί για τζάκι, είχαν στον τοίχο ένα ανοιχτό κούφωμα, το λεγόμενο μπουχαρί για να συγκεντρώνεται ο καπνός και να βγαίνει έξω, από τις χαραμάδες της στέγης.

Αυτό δεν ήταν και τόσο εύκολο, πράγμα το οποίο είχε σαν αποτέλεσμα πολλές φορές το σπίτι να γεμίζει από καπνούς και η ατμόσφαιρα να γίνεται αποπνικτική. Η αγωνίστρα, ήταν διαμορφωμένη σε ημικύκλιο σχήμα, υπερυψωμένο από το δάπεδο, με χώμα λευκάρδας και κομματιασμένα κεραμίδια για να μην βγαίνουν τα κάρβουνα έξω. Το εσωτερικό του ημικύκλιου ήταν στρωμένο με μαύρες πλάκες ανθεκτικές στη θερμότητα.

Σ' αυτόν το χώρο, οι νοικοκυρές έψεναν φαγητά στη γάστρα και μαγείρευαν. Ακόμη, πάνω στις πλάκες έψεναν την κουλούρα με το μπομποτάλευρο. Στο βάθος του μπουχαριού, ήταν ο χώρος που μάζευαν τις στάχτες από τη φωτιά. Ενώ, σε μια άκρη της αγωνίστρας, είχαν το φτυάρι της φωτιάς, που το χρησιμοποιούσαν για να μαζεύουν τις στάχτες και τ' αναμμένα κάρβουνα, και την τσιμπίδα, την οποία χρησιμοποιούσαν επίσης, για να μαζεύουν τα κάρβουνα.

Στο πάνω μέρος του μπουχαριού, κρεμούσαν, την πυροστιά, τη γάστρα και τα σιδερένια τουρκιά που στήριζαν τα ταψιά, όταν έψηναν φαγητό στη γάστρα, ενώ ψηλότερα από ξύλο της στέγης, κρέμονταν η κρεμαστάλα.
Αυτή ήταν μια χοντρή αλυσίδα από την οποία κρεμούσαν τις κατσαρόλες όταν μαγείρευαν. Από τη μια και από την άλλη πλευρά του τοίχου σε χαμηλό ύψος υπήρχαν δυο μικρά ανοίγματα που τάλεγαν μπολίτσες. Μέσα στις μπολίτσες τοποθετούσαν πρόχειρα πράγματα του σπιτιού, Π.χ. καφόμπρικα, καφοκούτια, το μύλο του καφέ, το χτένι, το χαλκό (δοχείο νερού), τα σπίρτα, το παγούρι του ούζου κλπ.

Σε μιά ακρη του τοίχου ηταν κρεμασμένο το λυχνάρι το οποίο έκαιγε πετρέλαιο και φώτιζε τη νύχτα το σπίτι. Ενώ σε μια γωνία στο ανατολικό μέρος του σπιτιού, είχαν τοποθετημένο το εικόνισμα και δίπλα του κρεμασμένο, ένα τενεκεδένιο λυχναράκι, το οποίο άναβαν τις γιορτές και έκαιγε λάδι. Το δωμάτιο αυτό, αν και χρησιμοποιούνταν όπως προαναφέρθηκε, για να υπηρετεί τις πιο βασικές ανάγκες της οικογένειας Π.χ. διαμονής, ύπνου,φιλοξενίας κ.λπ. δεν είχε την ανάλογη επίπλωση. Και όχι ανάλογη δεν ήταν η επίπλωσή του, αλλά ούτε και στοιχειώδης.

Ήταν δωμάτιο διαμονής της οικογένειας, πού και πώς κάθονταν οι ένοικοί του όταν βρίσκονταν μέσα στο σπίτι, αφού δεν είχαν ούτε μια καρέκλα ή κανένα άλλο στοιχειώδες κάθισμα;
Όλοι οι ένοικοι, μικροί-μεγάλοι, κάθονταν χάμω στο δάπεδο, χώμα ή πάτωμα, σταυροπόδι, όπου έστρωναν στρώματα υφασμένα με τραγιόμαλλο (σαισματα) ή βελέντζες, υφασμένες με μαλλί πρόβιο. Το χειμώνα, έστρωναν γύρω από την αγωνίστρα για να ζεσταίνονται. Μοναδικά καθίσματα που διέθεταν ήταν χαμηλά κούτσουρα από κορμούς δέντρων.

Τους ξένους που δέχονταν, κι αυτούς, τους έβαζαν να καθίσουν στο δάπεδο, με τη διαφορά, ότι πάνω στα στρώματα τους έβαζαν και μαξιλάρι. Στο φαγητό της, όλη η οικογένεια κάθονταν στο δάπεδο σταυροπόδι, γύρω από το σουφρά (ξύλινο χαμηλό τραπέζι) πάνω στο οποίο τοποθετούσαν το φαγητό τους, το οποίο το έβαζαν μέσα σε ένα ή δύο μεταλλικά πιάτα, από τα οποία έπαιρναν όλοι με ξύλινα ή μεταλλικά κουτάλια. Πολλές φορές, πάνω στο σουφρά έβαζαν ολόκληρο το ταψί με το φαγητό για να φάνε. Νερό έπιναν όλοι από το ίδιο δοχείο που ήταν χάλκινο ή τενεκεδένιο.

Για τον ύπνο, δεν υπήρχαν κρεβάτια ή άλλα σχετικά. Όλη η οικογένεια, γονείς, παιδιά, γερόντοι, πλάγιαζαν στη σειρά στρωματσάδα, πάνω στα σαισματα ή στις βελέντζες. Τα προσκέφαλά τους ήταν μάλλινα γεμισμένα με ροκόφυλλα ή δαφνόφυλλα. Ενώ για σκεπάσματα χρησιμοποιούσαν σαισματα ή βελέντζες. Το χειμώνα, η καλύτερη θέση του σπιτιού για τον ύπνο ήταν δίπλα στην αγκωνίστρα. Η παραστιά όπως έλεγαν. Σ' αυτή τη θέση, έβαζαν και τους αρρώσroυς για να έχουν ζεστασιά, γιατί το σπίτι ήταν γυμνό και έβαζε κρύο από παντού.
Μοναδικό έπιπλο σ' αυτό το δωμάτιο, ήταν η καρσέλα, τα κούτσουρα από τους κορμούς των δέντρων, ο σουφράς και κανένα ψευτοντούλαπο. Η καρσέλα, ήταν ένα μεγάλο ξύλινο μπαούλο χρωματισμένο που το αγόραζε ο γαμπρός ή ο πατέρας του, τις παραμονές του γάμου του. Αυτό το μπαούλο λοιπόν, φυλάγονταν για πολλά χρόνια σro σπίτι. Εκεί, οι νοικοκυρές έβαζαν τα καλά ρούχα της, οικογένειας και ότι καλό πράγμα είχε η νοικοκυρά και ήθελε να το φυλάξει.

Ακόμη μέσα σrην καρσέλα, έκρυβαν και τη ζάχαρη ή κανένα λουκούμι να μη τα βρίσκουν τα μικρά παιδιά και τα τρώνε. Επειδή η καρσέλα είχε κλειδί και κλειδώνονταν έκρυβαν, αν είχαν και κανένα κομπόδεμα. Πάνω από την καρσέλα, οι νοικοκυρές έβαζαν τα χοντρά ρούχα του σπιτιού. Στρώματα, σκεπάσματα, προσκέφαλα Κ.λπ. Αυτός ήταν ο γήκος. Αν η οικογένεια είχε παιδί παντρεμένο και συγκατοικούσε, τότε σ' αυτό το δωμάτιο, υπήρχε και δεύτερη καρσέλα.

Την επίπλωση αυτού του δωματίου τη συμπλήρωνε το ψωμοντούλαπο ή ψωμάρι όπως τόλεγαν. Σ' αυτό, εκτός από το ψωμί, έβαζαν τα πιάτα, τα κουταλοπήρουνα, τα φλυτζάνια, τα ρακοπότηρα (ποτηράκια ούζου (κ.λπ.), Ενώ στoν τοίχο είχαν καρφωμένα σανίδια τα λεγόμενα ράφια στα οποία έβαζαν τα λιγoστά μαγειρικά τους σκεύη. Το άλλο δωμάτιο του σπιτιού, ήταν αποθήκη και πρόχειρη κουζίνα. Σ' αυτό, υπήρχε ο φούρνος όπου έψηναν το ψωμί τους και καμιά φορά καμιά πίτα και κανένα άλλο φαγητό υπήρχε και μια μικρή αγωνίστρα για έκτακτο μαγείρευμα, όταν στo άλλο δωμάτιο είχαν μουσαφιραίους.

Υπήρχε ακόμη το αμπάρι με ένα, δύο ή τρία μάτια (διαμερίσματα) στα οποία αποθήκευαν τα γεννήματά τους. Σιτάρι, καλαμπόκι, βρώμη κ.λπ. Είχαν ακόμη και άλλα πράγματα. Βαρέλια για να βάζουν τυρί, δοχεία για λάδι, κατσαρολικά κ.λπ.
Στα σπίτια των κτηνοτροφικών οικογενειών είχαν πολλά σκεύη για τη διατήρηση των γαλακτοκομικών τους πρ6ίόντων. Όπως επί παραδείγματι ασκιά για τυριά και γάλα, καρδάρια, βλάντες, μπινιότες κ.λπ. Υπήρχαν ακόμη, παγούρια και βαρελάκια για νερό, ενώ σε ξεxωρισrή θέση μέσα ή έξω από το σπίτι ήταν τοποθετημένη η βαρέλα για τη μεταφορά νερού από τη βρύση. Εκτός απ' αυτά τα πράγματα του νοικοκυριού, υπήρχαν και πολλά άλλα που ήταν απαραίτητα στη ζωή τους.

Όπως το σκαφίδι για το ζύμωμα του ψωμιού με τη μεγάλη ξύλινη κουτάλα, δίπλα το ψωμοκάκαβο που έβραζαν το νερό για το ζύμωμα του ψωμιού, το καζάνι για το πλύσιμο των ρούχων και δίπλα του ο κόπανος. Σε ειδικούς χώρους φύλαγαν διάφορα εργαλεία. Ρόκες, αδράχτια, λανάρια, όλα αυτά, για να επεξεργάζονται τα μαλλιά, σκεπάρια, πριόνια, σφυριά, ψαλίδια (για τα ζώα), κασμάδες, τσαπιά, σκαλισrήρια, φτυάρια, δρεπάνια Kαλιβοστήρια κ.λπ. Ακόμη είχαν και τζούμα που στoυμπάνιζαν το αλάτι και το ρύζι κ.λπ. Αν τύχαινε σro σπίτι να ύφαινε ή να έρραβε κάποια γυναίκα ή κοπέλα, σε ένα ειδικό χώρο, είχαν τον αργαλειό ή τη ραπτομηχανή ή και τα δυο μαζί αν υπήρχαν.

Αυτά ήταν τα έπιπλα του σπιτιού τους, τα μπαμπαλικό όπως τόλεγαν. Στη θέση του ταβανιού, από τα ξύλα της στέγης πάνω σε άλλα ξύλα (τα σκαλίκια) κρεμούσαν το καλαμπόκι για να ξεραθεί. Αρμαθιές από σκόρδα και κρεμμύδια κ.λπ. Τα κατέβαζαν μόνο, όταν τα χρειάζονταν. Όσα σπίτια είχαν υπόγειο και δεν το χρησιμοποιούσαν για στάβλο των μεγάλων ζώων τους, βοδιών, αλόγων ή γα'ίδουριών, το χρησιμοποιούσαν για αποθήκη, Σ' αυτή την περίπτωση, το δεύτερο δωμάτιο χρησιμοποιούνταν και σαν υπνοδωμάτιο. Όταν η οικογένεια ήταν πολυμελής και στεγάζονταν στο ίδιο σπίτι περισσότερα από ένα αντρόγυνα, τότε η ζωή ήταν δύσκολη και προβληματική.

Στα σπίτια που χτίζονταν λίγα χρόνια μπροστά από τον ελληνοίταλικό πόλεμο όπως προαναφέρθηκε, χτίζονταν και ένα ιδιαίτερο δωμάτιο, έξω από το κυρίως σπίτι στο οποίο είχαν το φούρνο και το χρησιμοποιούσαν για κουζίνα, Ήταν το μαγειρειό τους όπως τόλεγαν. Εκεί, είχαν και όλα τα μαγειρικά τους σκεύη. Αυτή περίπου, ήταν η εικόνα που παρουσίαζε το εσωτερικό των σπιτιών της προπολεμικής Σέλλιανης πριν πυρποληθούν από τα Γερμανικά κατοχικά στρατεύματα και τους Αλβανοτσιάμηδες στις 27 Σεmεμβρίου 1943. Ήταν αμέτρητες, οι ελλείψεις τους, γι' αυτό και η ζωή των ενοίκων τους ήταν γεμάτη δυσκολίες και πάμπολλα προβλήματα,

Σ' αυτές τις ελλείψεις δε θα ήταν καθόλου περιτό να προστεθεί και η έλλειψη αποχωρητηρίου για την εκπλήρωση της στοιχειώδους σωματικής ανάγκης κάθε οικογένειας. Για τη θεραπεία της σωματικής αυτής ανάγκης χρησιμοποιούνταν το ύπαιθρο και μάλιστα κοντά στο σπίτι, πράγμα ανθυγιεινό και αντιαισθητικό. Λίγες οικογένειες έδειχναν κάποια ευαισθησία και φρόντιζαν να θεραπεύουν έστω και στοιχειωδώς, αυτή την ανάγκη.
Όλα τα σπίτια της Σέλλιανης, μικρά ή μεγάλα, πλούσια ή φτωχά (αν και δεν υπήρχε και μεγάλη διαφορά στην οικονομική τους κατάσταση) διακρίνονταν για την καθαριότητα και τη νοικοκυροσύνη τους. Κι αυτό, οφείλονταν, στη Σελλιανήτισσα νοικοκυρά, η οποία παρά τις πολλές δουλειές, που ήταν υποχρεωμένη να κάνει έξω από το σπίτι της, στα χωράφια, στα ζωντανά, στο λόγγο, στ' αργατικά και όπου αλλού υπήρχε ανάγκη, ν' αγωνίζεται δίπλα στον άντρα της, για τη διαβίωση της οικογένειάς τους, εντούτοις, δεν παραμελούσε το νοικοκυριό της. Αυτο, ήταν η αδυναμία της και φαίνονταν τόσο μέσα στο μικρό και άβολο σπιτάκι της, όσο και γύρω απ' αυτό.
Στον κήπο του, στην αυλή του, παντού. Γύρω από το σπίτι είχαν μικρό ή μεγάλο περίβολο (γιούρτι τόλεγαν) που τον είχαν περιφραγμένο ανάλογα, με πέτρινη μάντρα ή συρματόπλεγμα ή φράχτη.
Γύρω από την περίφραξη, φύτρωναν αγράμπελες (χελιδρονιές) οι οποίες την άνοιξη άνθιζαν και σκόρπιζαν τριγύρω τους το μεθυστικό τους άρωμα,

Στον περίβολο του σπιτιού τους, φύτευαν διάφορα καρποφόρα δέντρα που πρόκοβαν, Π.χ. αμυγδαλιές, κορομηλιές, συκιές, κλίματα κ.λπ. Ενώ σε διάφορα σημεία του, είχαν το λαχανόκηπο, το στάβλο για τα χοντρά ζώα (αν αυτά δε στεγάζονταν στο υπόγειο του σπιτιού) το μαντρί για το μπακάτι τους, το κοτέτσι για τις κότες, το μελισσομάντρι αν είχαν μελίσσια και το σκυλοκάλυβο.
Στην πρόσοψη του σπιτιού, βρίσκονταν η αυλή του, που ήταν πάντα καθαρή και περιποιημένη. Σε διάφορα σημεία της, είχαν φυτεμένα δέντρα καρποφόρα ή κανένα πλάτανο για να έχουν ίσκιο το καλοκαίρι και πολλών λογιών λουλούδια και τριανταφυλλιές,

Στις άκρες της αυλής είχαν τις θημωνιές με τα καψόξυλα, χωρισμένα κατά κατηγορίες. Χωριστά τα χλωρά πουρνάρια που τα ήθελαν για το φούρνο τους. Πιο πέρα είχαν τα τσάκνα για προσανάματα και τα παζαρόξυλα, δηλαδή τα ξύλα που τα προόριζαν για να τα πουλήσουν στο παζάρι της Παραμυθιάς. Τελευταία, σε άλλη θημωνιά είχαν τα χοντρά ξύλα που τα ήθελαν για το τζάκι τους, για το χειμώνα. Ο λαχανόκηπός τους, καταλάμβανε ένα μεγάλο μέρος του περίβολου του σπιτιού και ήταν περιφραγμένος με πυκνά κλαδιά για να προφυλάγεται από τις κότες τους.

Σ' αυτόν καλλιεργούσαν διάφορα λαχανικά για τις ανάγκες τις οικογένειάς τους. Όλοι οι χώροι με τα παραρτήματά τους ήταν όμορφα διαρρυθμισμένοι με τάξη και προσοχή, που έδειχναν το μεράκι των νοικοκυραίων για το σπίτι τους. Αυτή την όψη περίπου παρουσίαζαν προπολεμικά, τα Σελλιανίτικα σπίτια, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό τους, με τις άπειρες ελλείψεις τους, οι οποίες, όπως ήταν φυσικό .δυσκόλευαν τη ζωή των ενοίκων τους