Απο το βιβλιο του Σταύρου Γ. Παπαμώκου "Η ΣΕΛΛΙΑΝΗ ΧΘΕΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ "

Εκεί, που τελειώνει, η αυλή του σχολείου του χωριού και από την άκρη του μαντρότοιχου της εκκλησίας, της Αγίας Τριάδας, αρχίζει η πλατεία του. Μια πλατεία, που σε σύγκριση με τον πληθυσμό του, ήταν αρκετά μεγάλη. Τη στόλιζε, ο θεόρατος και αιωνόβιος πλάτανος, του οποίου τα μεγάλα και χοντρά κλωνάρια, όταν είχαν φύλλα, σκίαζαν ένα μεγάλο μέρος της, ενώ ανάμεσα στις φυλλωσιές τους, φώλιαζαν αμέτρητα πουλιά, τα οποία, την άνοιξη, με το γλυκό κελάδημά τους, δημιουργούσαν ολόγυρα ευχάριστη ατμόσφαιρα.

Αλήθεια! Πόσες γενιές των κατοίκων του χωριού, δεν κάθησαν κάτω από τον ίσκιο του, να ξαποστάσουν και να απολαύσουν τη δροσιά του ή να συζητήσουν προβλήματα που τους απασχολούσαν και να πάρουν σοβαρές και κρίσιμες αποφάσειςγια τα δικά τους συμφέροντα ή για συμφέροντα γενικά του χωριού τους;platanos

'Η ακόμα, να χαρτοπαίξουν, ή να παίξουν κιόσια τις Κυριακές, μετά τη Θεία λειτουργία για να περάσει η ώρα τους και να ξεδώσουν, από τον καθημερινό τους μόχθο

 

Ο αιωνόβιος πλάτανος της Σέλλιανης οπως σώζετε σήμερα

 

 

Αν μπορούσε να μιλήσει αυτός ο γερο-πλάτανος, πολλά θα μπορούσε να μας διηγηθεί και να μας εξιστορήσει. Για ανθρώπους και γεγονότα που είδε στό δρόμο της μακρόχρονης παρουσίας του σ' εκείνη τη θέση. Θα μας έλεγε, για τους ξενοχωρίτες διαβάτες που ξαπόστασαν κάτω από τη δροσερή σκιά του, ενώ γύριζαν κατάκοποι στρατοκόποι ή πήγαιναν από τα μακρυνά χωριά τους στην Παραμυθιά. Θα μας μιλούσε για τους Παραμυθιώτες τούρκους αγάδες και τα παλικάρια τους, τους ζαπιτιέδες, τους γκέγκηδες και αρβανίτες, που συγκεντρώνονταν στο χασιομέρι για να σκορπιστούν ύστερα στα σπίτια του χωριού και να εισπράξουν τους φόρους του Σουλτάνου. Ακόμη, θα μπορούσε να αναφερθεί στους ξένους στρατούς, ταχτικούς και άταχτους, Τούρκους, Ιταλούς, Γερμανούς και "Ελληνες που ξεπέζεψαν στην πλατεία του για να φέρουν κάποιο μήνυμα στο χωριό ή να προβούν σε κάποια ενέργεια εις βάρος των κατοίκων του. Αλλά και για τους αντάρτες, Εαμίτες και Εδεσίτες που στα χρόνια της κατοχής πηγαινοέρχονταν στο χωριό. Πολλά περιστατικά θα μπορούσε να μας διηγηθεί αλλά και να μας θυμίσει ο γέρο πλάτανος. Χασιομέρι έλεγαν την πλατεία του χωριού τους οι Σελλιανίτες. Αυτό To όνομα διατηρείται ακόμα και σήμερα που δεν υπάρχει το χωριό. Αλήθεια, πώς πήρε αυτό το κακόηχο όνομα η όμορφη αυτή πλατεία; Για να μπορέσομε να δώσομε κάποια ερμηνεία στο όνομα της πλατείας του χωριού, έστω και συμπερασματικά, νομίζω, πως είναι σκόπιμο να εξετάσομε, από πού είναι πιθανόν να προέρχεται. Κατά τη γνώμη μου, προέρχεται από τη λέξη χασιομέρης. Είναι γεγονός αναμφισβήτητο, ότι σ' όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες, οι άνθρωποι είναι δυνατόν να καταταγούν σε δυο κατηγορίες, στους φίλεργους, δηλαδή σ' αυτούς, οι οποίοι αγαπούν την εργασία και εργάζονται για να ανταποκριθούν στις ανάγκες της ζωής τους, και σ' εκείνους, οι οποίοι δε βρίσκονται σε αγαθές σχέσεις με την εργασία. Την κάθε εργασία.

Αυτοί ζουν εις βάρος των άλλων. Είναι οι τεμπέληδες, οι οποίοι πολλές φορές είναι επικίνδυνοι για την κοινωνία. Στα χωριά αυτούς τους ανθρώπους τους αποκαλούν περιφρονητικά χασιομέρηδες. Στη Σέλλιανη, ίσως παλαιότερα, να υπήρχαν πολλοί τέτοιοι χασιομέρηδες, οι οποίοι φυσικό ήταν, αφού δεν εργάζονταν και δεν απασχολούνταν με τίποτα σοβαρό, να συγκεντρώνονταν στην πλατεία του χωριού για να περάσουν την ώρα τους, κουτσομπολεύοντας και χαρτοπαίζοντας στο ύπαιθρο. Απ' αυτούς ασφαλώς, αυτή η ωραία πλατεία Θα πήρε TO άσχημο όνομα. Αλλά βέβαια, αυτός ο χώρος, δεν ήταν μόνο για τους χασιομέρηδες, υπηρετούσε και πολλούς άλλους σκοπούς και ανάγκες των κατοίκων του χωριού. Τις Κυριακές, τις γιορτές και ιδιαίτερα τις χρονιάρες μέρες, Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, απόκριες και Μέγα Πάσχα, όταν έβγαιναν από την εκκλησία μετά τη Θεία λειτουργία, όλοι οι χωριανοί, άντρες, γυναίκες και παιδιά, εδώ σταματούσαν. Και οι μεν γυναίκες δεν έμεναν για αρκετή ώρα, στο χασιομέρι, γιατί δεν είχαν που να σταθούν, αλλά και διότι στο σπίτι τους τις περιμένε το νοικοκυριό τους. Οι άντρες όμως, που όλες τις άλλες μέρες της εβδομάδας, τους ταλαιπωρούσε, η κουραστική δουλειά, τις Κυριακές και τις μεγάλες γιορτές, εύρισκαν την ευκαιρία να ξεκουραστούν, αλλά και να συναντηθούν με τους άλλους συγχωριανούς τους, να ιδεί, ο ένας τον άλλο, όπως συνήθιζαν να λένε. Και αφού δεν είχε καφενείο το χωριό, όταν ο καιρός ήταν καλός, κάθονταν κατάχαμα, στο χώμα, και κουβέντιαζαν για τις δουλειές τους και τα προβλήματά τους, ή έπαιζαν χαρτιά ή κιόσια. Αυτό, διαρκούσε ως το μεσημέρι, οπότε γύριζαν στα σπίτια τους για φαγητό, ενώ, από τo απόγευμα, άρχιζε πάλι η ρουτίνα με τις ασχολίες της καθημερινής τους ζωής. Εκείνοι όμως, που δεν έλεγαν να ξεκολλήσουν από την πλατεία και να μείνουν αν ήταν δυνατόν, όλη την ημέρα εκεί, ήταν τα παιδιά του χωριού.

Αυτά πήγαιναν πρώτα και έφευγαν τελευταία. Ο χώρος της πλατείας , ήταν ο καλύτερος παιγνιδότοπος τους. Πόσα παιγνίδια δεν έπαιζαν. Τα σκλαβάκια, τον κιτέ, τα βαρελάκια, το καλέκι, το λιθάρι, τους κλέφτες, τον πετροπόλεμο, τις ομάδες, τις δεκάρες (το παιγνίδι αυτό το 'παιζαν τις γιορτές των Χριστουγέννων) και πολλά άλλα που σκάρωναν. Από όλα, όμως, εκείνο που τους άρεσε πιο πολύ, ήταν ο πετροπόλεμος. Γιατί μ' αυτόν, δοκίμαζαν τις δυνάμεις τους και τα άκουγες να ξεφωνίζουν με ενθουσιασμό, όταν νικούσαν τους αντιπάλους τους. Γιατί αυτό το παιγνίδι ήταν ομαδικό. Πόσες φορές όμως, πολλα απ' αυτά δε γύριζαν στα σπίτια τους κοκκινοκέφαλα, δηλαδή με αίματα στο κεφά­λι τους και υποχρέωναν τις μανάδες τους, να παίξουν to ρόλο της νοσοκόμας,για να σταματήσουν τα αίματα με τα μέσα που διέθεταν τότε, σφαλαγκονιά (ιστός της αράχνης) ή φύλλα από ασφάκα κ.λπ.

Που νάβρισκαν, ιώδιο και οινόπνευμα τότε; Πολλοί ηλικιωμένοι που ζούσαν εκείνα τα χρόνια, θυμούνται εκείνους τους πετροπόλεμους από τα χτυπήματα που τους άφησαν σημάδια στο κεφάλι τους. Τόση ήταν η μανία τους στα παιγνίδια, που οι μανάδες τους δυσκολεύονταν να τα μαζέψουν στα σπίτια τους για να τα στείλουν σε καμιά δουλειά, στα ζώα τους, ή όπου αλλού χρειάζονταν τη βοήθειά τους.

To χασιομέρι, ήταν ακόμη ο κατάλληλος χώρος, στον οποίο λάβαιναν χώραν διάφορες χαρούμενες εκδηλώσεις, των κατοίκων του χωριού. Τις Απόκριες τις μεγάλες και τα δυο Σαββατοκύριακα, το βράδυ, στο χασιομέρι, τα παιδιά του χωριού, συγκεντρώνονταν, και αφού άναβαν μεγάλες φωτιές, έπαιζαν και τρα­γουδούσαν για πολλές ώρες.

Πολλές φορές σ' αυτές τις εκδηλώσεις έπαιρναν μέρος και άντρες, αλλά και μεταμφιεσμένοι. Παλαιότερα, To Πάσχα, μετά τη Δεύτερη Ανάσταση, όταν οι κάτοικοι του χωριού, έβγαιναν από την εκκλησία, σταματούσαν στο χασιομέρι, όπου άντρες και γυναίκες έστηναν μεγάλο χορό με επίκαιρα τραγούδια, που κρατούσε αρκετή ώρα.

Στο πανηγύρι της Αγίας Τριάδας, το οποίο ήταν το μοναδικό πανηγύρι του χωριού και κρατούσε δυο μέρες, τη Δευτέρα του Αγίου Πνεύματος και την επομένη, στο χασιομέρι γίνονταν μεγάλη διασκέδαση στην οποία έπαιρναν μέρος, εκτός από τους κατοίκους του χωριού και προσκυνητές από τα γειτονικά χωριά και από την Παραμυθιά. Αλλά, και γαμήλιες διασκεδάσεις λάβαιναν χώρα, σ' αυτήν την πλατεία, πολλές φορές μετά τη στέψη στην εκκλησία. Αλλά, το χασομέρι, δεν ήταν μόνο το καταφύγιο των χασιομέρηδων και ο τόπος των παιδιών, ούτε ο χώρος των πανηγυριών και των άλλων χαρούμενων εκδηλώσεων. Ο χώρος αυτός, έπαιξε και έναν άλλο ρόλο, πιο σπουδαίο πιο σημαντικό, ο οποίος συνδέεται με την ιστορία και την εν γένει εξέλιξη της Σέλλιανης σα χωριού, από τότε που χρονολογείται η ύπαρξή της. Δεν πρέπει να θεωρηθεί ως υπερβολή αν χαρακτηρισθεί αυτή η πλατεία, σα χώρος ιστορικός για τη Σέλλιανη. Και τούτο, γιατί συνδέεται με όλα τα γεγονότα τα οποία έλαβαν χώραν σ' αυτό το χωριό σ' όλη την ιστορική του διαδρομή, μέχρι την καταστροφή του στις 27 Σεπτεμβρίου 1943 και την οριστική διάλυσή του. Από πολύ παλιά, σ' αυτόν TO χώρο, οι άντρες του χωριού, με επικεφαλή τους Μουχτάρηδες επί Τουρκοκρατίας, και τους κοινοτάρχες του μετά την απελευθέρωση και τους παπάδες του, συγκεντρώνονταν και έπαιρναν κρίσιμες αποφάσεις που αφορούσαν τα συμφέροντά τους και πολλές φορές και τις τύχες τους. Προς επιβεβαίωσην τούτου, Θα αναφέρω κρίσιμες αποφάσεις, οι οποίες ελήφθησαν εκεί σε διάφορες περιστάσεις. Σε συγκέντρωση στο χασιομέρι, αποφασίστηκαν οι ενέργειες που έπρεπε να γίνουν για τη διευθέτηση των διενέξεων που είχε η κοινότητά τους με τα χωριά Λαμπανίτσα και Δράγανη για τις διαφιλονικούμενες εκτάσεις του Λιβαδιού και της Λίμνης Χότχοβας. Σ' αυτόν το χώρο, σε πολλές συγκεντρώσεις, συζητήθηκε η στάση και η συμπεριφορά την οποία έπρεπε να επιδείξει το χωριό, απέναντι των κατακτητών Ιταλών και Γερμανών και των Αλβανοτσιάμηδων συνεργατών τους, αλλά και απέναντι των Αντιστασιακών Οργανώσεων. Σ'αυτόν το χώρο, σε κρίσιμες συσκέψεις που είχαν, συζητήθηκε και διαμορφώθηκε το σχέδιο αντιμετώπισης του Γερμανικού στρατού και των συνεργατών του στην επικείμενη τότε, επίθεση της 27ης Σεπτεμβρίου 1943 κατά της Σέλλιανης. Και βέβαια οι αποφάσεις αυτές δεν ήταν οι μοναδικές που πάρθηκαν σ' αυτή την πλατεία.

'Ηταν και άλλες, πολλές, πάρα πολλές, που προηγήθηκαν ή ακολούθησαν που δικαιολογούν το χαρακτηρισμό της ως ιστορικής. Δεν πρέπει να λησμονηθεί, ότι απ' αυτήν, οι Ιταλοί κατακτητές κατά την επιχείρησή τους για την εξόντωση του Λευτέρη Τσιάμη και οι Γερμανοί κατά την επιδρομή τους κατά της Σέλλιανης στις 27 Σεπτεμβρίου 1943 ρύθμιζαν τις κινήσεις των στρατιωτικών τους τμημάτων. Σε όλα αυτά τα γεγονότα που σχετίζονται με το χασιομέρι, δεσπόζουσα θέση έχει η αεροπορική επίθεση που δέχτηκε από Γερμανικά αεροπλάνα, προ της καταστροφής του χωριού. 'Υστερα από μακρά και περιπετειώδη ιστορική διαδρομή, η Σέλλιανη, καταστράφηκε και διαλύθηκε. Η δε πλατεία της, η οποία, τόσα γνώρισε σ' αυτή τη διαδρομή της, τώρα, συνυπάρχει με τα ερείπια της, τον πλάτανό της και τη μοναξιά της. Εκτός απ' αυτή την πλατεία που ήταν και η κεντρική του χωριού, υπήρχαν και άλλες δύο μικρότερες. Μια απ' αυτές ήταν το χασιομεράκι που βρίσκονταν πιο κάτω από το χασιομέρι. "Ηταν μικρότερη και ανώμαλη.

Σ' αυτήν, συγκεντρώνονταν τα κορίτσια του χωριού, αυτά που φοιτούσαν στο Δημοτικό σχολείο, ή και μεγαλύτερα ακόμα, μακριά από τ' αγόρια και έπαιζαν διάφορα παιγνίδια. "Επαιζαν πεντόβολα, κούκλες, τις κυράδες, χόρευαν και τραγουδούσαν ασυλλόγιστα.

Στο χασιομεράκι συγκεντρώνονταν ιδίως τις γιορτές, όταν δεν είχαν σχολείο και δεν τις απασχολούσαν οι μανάδες τους στις δουλειές του σπιτιού τους. ʼλλλη μικρή, πολύ μικρή πλατεία ήταν του Λούκου με τη γκορτσιά της στη μέση, κάτω από τον ίσκιο της οποίας κατάφευγαν μικρότερες ομάδες αντρών, για να περιπατήσουν ή να κουβεντιάσουν, ακόμα και να χαρτοπαίξουν.

"Ενας άλλος μεγάλος παιγνιδότοπος για τα παιδιά, αλλά και ωραίος χώρος για περίπατο των μεγάλων ήταν η Γκόντρα.

Η Γκόντρα δεν ήταν πλατεία. "Ηταν ένα μεγάλο άπλωμα στην είσοδο του χωριού στο οποίο όπως αναφέρεται και προηγούμενα θα μπορούσαν να χτιστούν άνετα τα σπίτια του, όταν πρωτοϊδρύθηκε. Κατέχει μια έκταση, η οποία την άνοιξη και το φθινόπωρο με τα πρωτοβρόχια είναι εντυπωσιακά πράσινη και μαγευτική. Στην κορυφή της, ανάμεσα από τα ήμερα βραχάκια της, ήταν τοποθετημένος ένας ξύλινος σταυρός, ο οποίος είχε τοποθετηθεί εκεί, όπως Θυμούνται οι παλαιότεροι από τον καιρό της επιδημίας της Γρίππης κατά το έτος 1917, η οποία είχε στείλει στον τάφο, πολλούς κατοίκους του χωριού. Αυτή την εποχή (όπως διηγούνται) που δεν υπήρχε άλλο μέσο, γιατροί, φάρμακα κ.λπ. για να σταματήσει το βαρύ Θανατικό, οι κάτοικοι, όπως συμβαίνει πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις έρριξαν όλες τους τις ελπίδες στην προστασία και τη βοήθεια του Οεού. Γι' αυτό, έκαμαν λιτανεία, την οποία παρακολούθησαν όλοι τους. "Οταν τελείωσε η λιτανεία, οι παπάδες, ιεροφορεμένοι και ψάλλοντες ευχές και ύμνους στο Θεό, γύρισαν όλο TO χωριό από τη μια άκρη ως την άλλη και το σταύρωσαν. Δηλαδή, τοποθέτησαν ξύλινους μεγάλους σταυρούς σε διάφορα ακραία και επίκαιρα σημεία του, με την πίστη και την ελπίδα, ότι μ' αυτάν τον τρόπο, Θα εμπόδιζαν τη φοβερή επιδημία να συνεχίσει To αποτρόπαιο έργο της. Τέτοιοι σταυροί, είχαν τοποθετηθεί στη Γκόντρα, στην Κούλια, στο Σκέμπι κοντά στα Τραπεζάκια και στου Μώκου. Στο άπλωμα λοιπόν της Γκόντρας, στο ολοπράσινο χαλί της, τα παιδιά του χωριού μαζεύονταν και έπαιζαν άνετα τα παιγνίδια τους, χωρίς να εμποδίζονται από τους μεγάλους. Αλλά και οι ηλικιω­μένοι και οι συνταξιούχοι, τα καλοκαιρινά απογεύματα, όταν η ζέστη ήταν ανυ­πόφορη και δε μπορούσαν πουθενά αλλού να σταθούν κατάφευγαν στη Γκόντρα. Εκεί, στην κορυφή του μικρού λοφίσκου της με τα βραχάκια, τοποθετη­μένα έντεχνα και συμμετρικά από τη φύση σαν καθίσματα, όπου μπορούσαν να καθίσουν και να βρουν λίγη δροσιά. Η Γκόντρα, δεν ήταν μόνο ο παιχνιδότοπος των παιδιών και ο τόπος του απογευματινού περιπάτου των ηλικιωμένων. Στα χρόνια της κατοχής εξεπλήρωνε και ένα άλλο σκοπό. Ανώτερο και πατριωτικό. "Οταν το χωριό αντιμετώπιζε κάποιο σοβαρό πρόβλημα, που σχετίζονταν με την ασφάλεια και την τύχη των κατοίκων του, εκεί, συγκεντρώνονrαν, αυτοί που μπορούσαν να σκεφτούν και να διατυπώσουν σωστή γνώμη και να πάρουν κρίσιμες αποφάσεις, μακριά από τα μάτια και τα αυτιά του συνόλου τους. "Ηταν πολλές οι μυστικές συσκέψεις οι οποίες έλαβαν χώρα στο Σταυρό στη Γκό­ντρα, στη διάρκεια της κατοχής.