Απο το βιβλιο του Σταύρου Γ. Παπαμώκου "Η ΣΕΛΛΙΑΝΗ ΧΘΕΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ "

Ξημέρωσε η 28η Σεπτεμβρίου 1943. Το φως της φθινοπωρινής ημέρας και οι αχτίνες του ήλιου που πρόβαλλαν από τις πανύψηλες κορυφές του Κορύλα, αναζητούσαν, να βρουν τη Σέλλιανη, το όμορφο χωριό, που βρίσκονταν απέ­ναντι από το βουνό. Ήθελαν, να του στείλουν όπως πάντα τον πρωινό τους χαι­ρετισμό και να το καλημερίσουν. Τι κρίμα όμως! Οι αναζητήσεις τους, ασέβη­σαν άκαρπες και μάταιες. Γιατί, χωριό Σέλλιανη όπως το γνώριζαν από παλιά, δεν υπήρχε πια.13957996 10210149026032820 8911162914029522795 o

Στη θέση του, έκαναν την εμφάνισή τους, σωροί από αποκαΐδια, στάχτες και ερείπια που κάπνιζαν ακόμη, και τοίχοι που έχασκαν γυμνοί και ετοιμόρροποι. Μόνο λίγα χαμόσπιτα και η εκκλησία της Αγίας Τριάδας, που δεν πρόλαβαν να κάψουν, οι βάρβαροι επιδρομείς, έστεκαν ακόμη όρθια, θλιβερά λείψανα του παρελθόντος, για να μαρτυρούν, στις νεώτερες γενεές των Σελλιανιτών και στους περαστικούς, πως κάποτε στο παρελθόν, σ’ αυτό το χώρο, υπήρξε, η πάλαι ποτέ Σέλλιανη το ιστορικό χωριό. Την επαύριο της καταστροφής της, μέσα κι έξω από το χωριό, βασίλευε απόλυτη σιωπή. Νεκρική σιγή θα μπορού­σε να χαρακτηρισθεί, που διαταράσσονταν από τα αποκρουστικά ουρλιάσματα των σκυλιών, που περιφέρονταν αδέσποτα γύρω από τις αυλές και τους κήπους των ερειπωμένων σπιτιών, όπου αναζητούσαν τα φευγάτα αφεντικά τους. Εικόνα, άκρως συνταρακτική, που δε θάφηνε ασυγκίνητο και τον πιο ψυχρό και αδιάφορο παρατηρητή. Από τις 27 Σεπτεμβρίου 1943, οπότε έλαβε χώραν η εχθρική επιδρομή εναντίον της και επακολούθησε η κατατροφή της, η Σέλλιανη πήρε την όψη έρημου και νεκρού χωριού.

 

Οι κάτοικοι του, άντρες, γυναίκες, παιδιά, νέοι και γέροι, γυμνοί, ξυπόλητοι, νηστικοί και καταταλαιπωρημένοι, άστεγοι πια, γυρίζουν πρόσφυγες στα γύρω χωριά, να φιλοξενηθούν, σε σπίτια, εκκλησίες, σχολεία και αγροικίες. Έψαχναν να βρουν αποκούμπι να ξεχειμωνιάσουν. Μετά την αεροπορική επιδρομή, παραμονές της επίθεσης και το ξέσπασμα της επίθεσης την επόμενη μέρα, σκόρπισαν έντρομοι σαν αγρίμια κυνηγημένα από τα βόλια των κυνηγών. Προ­βληματίζονταν, που να σταθούν και πώς να ζήσουν, αφού έχασαν, ότι είχαν και δεν είχαν. Τα σπίτια τους, το νοικοκυριό τους, τα πάντα τους.

 

Καταλάβαιναν, τη σκληρή πραγματικότητα που πρόβαλε μπροστά τους. Το μέλλον τους ήταν σκοτεινό και αβέβαιο. Όμως, ένιωθαν ότι ήσαν υποχρεωμέ­νοι να συμβιβαστούν με την καινούργια πραγματικότητα η οποία εμφανίζονταν μπροστά τους. Έπρεπε να την αντιμετωπίσουν, με θάρρος και αυτοπεποίθηση. Να αγωνιστούν και να παλέψουν, με τη βαρυχειμωνιά που σε λίγο έρχονταν απειλητική, την ανέχεια, την πείνα, τις κάθε λογής στερήσεις και κακουχίες,που μοιραία, τους έρριξαν σε βαριές αρρώστιες. Πολλοί, δεν άντεξαν και άφη­σαν την τελευταία τους πνοή σε ξένα χωριά μακριά από τον τόπο τους και τους χωριανούς τους.

 

Στο σημείο αυτό, πρέπει να τονισθεί με έμφαση η εξαίρετη συμπεριφορά, η αγάπη και η φιλοξενία την οποία προσέφεραν προς τους κατοίκους της Σέλλιανης που κατέφυγαν στην Ελαταριά, οι φιλόξενοι κάτοικοι του χωριού αυτού. Τους αξίζει κάθε έπαινος, αλλά και ευγνωμοσύνη από τους φιλοξενηθέντες. Τέτοιες εκδηλώσεις δεν πρέπει να λησμονιούνται. Παρά ταύτα, η ζωή αυτών των ανθρώπων, μέρα με την ημέρα, πήγαινε από το κακό στο χειρότερο, και γίνονταν προβληματική. Και τούτο, διότι, οι Γερμανοί κατακτητές και οι Τσιάμηδες συνεργάτες τους, φαίνεται ότι δεν ικανοποιήθηκαν από την καταστροφή που προξένησαν στη Σέλλιανη και τους κατοίκους της κατά την επιδρομή τους, στις 27 Σεπτεμβρίου 1943. Τους επεφύλασσαν ακόμη δυσμενέστερη μεταχείρι­ση. Με λίγα λόγια, επεδίωκαν την εξουθένωσή τους και την πλήρη εξόντωσή τους. ΓΓ αυτό, έθεσαν σε εφαρμογή μέτρα σκληρά με τα οποία πίστευαν ότι θα έκαμπταν την αντοχή τους και θα τους οδηγούσαν στον πλήρη αφανισμό τους. Ενδεικτικά αναφέρω δύο απ’ αυτά, τα οποία θεωρώ και εντυπωσιακά. Ενώ με την επιδρομή τους, της 27ης Σεπτεμβρίου 1943 προέβησαν στην καταστροφή και την ερήμωση του χωριού, συνέχιζαν να βομβαρδίζουν, ασταμάτητα και ανε­λέητα, ολόκληρη τη γύρω περιοχή του, και ιδιαίτερα την κοιλάδα του Λιβαδιού, στην οποία είχαν καταφύγει για να σωθούν οι κάτοικοί του και διέμεναν στις αγροικίες που υπήρχαν εκεί. Καθημερινά και για πολλές μέρες, αλλά ακόμη και τις νύχτες, το πυροβολείο τους, από το λόφο του Γαλατά της Παραμυθιάς, έστελνε βροχή τις βόμβες του, σ’ όλη αυτή την περιοχή.13988000 10210149009472406 8824591420213875017 o

 

Ευτυχώς, δε σημειώθηκαν ζημιές και δεν υπήρξαν ανθρώπινα θύματα.

Μεγάλος όμως ήταν ο φόβος και ο τρόμος τον οποίο σκόρπιζαν στους ταλαι­πωρημένους πρόσφυγες. Ακόμη και σήμερα, αν και μεσολάβησαν από τότε αρκετά χρόνια, περπατώντας κανείς την κοιλάδα του Λιβαδιού, σκοντάφτει σε θραύσματα εκείνων των βλημάτων.Ένα άλλο επίσης, εξουθενωτικό μέτρο, το οποίο, είχαν λάβει τότε οι Γερμανοί κατακτητές, εναντίον των κατοίκων της Σέλλιανης οι οποία φιλοξενούνταν σε γειτονικά τους χωριά, ήταν ο χαρακτηρι­σμός τους ως φίλοι των Παρτιζάνων δηλαδή των ανταρτών των Αντιστασιακών Οργανώσεων. Με το χαρακτηρισμό τους αυτό, κηρύχτηκαν εκτός νόμου, χαρα­κτηρισμός ο οποίος συνεπάγονταν, πολλά δεινά. Διώξεις, φυλακίσεις, εξορίες κ.λπ. Δηλαδή, ήσαν επικηρυγμένοι, όπως και οι αντάρτες, και ήσαν στη διάθε­ση των κατοχικών διωκτικών αρχών και των Αλβανοτσιάμηδων. Με λίγα λόγια, ο τελευταίος Γερμανός στρατιώτης και οποιοσδήποτε Αλβανοτσιάμης ένο­πλος, είχε το δικαίωμα να προβεί στη σύλληψη τους, χωρίς καμμιά κατηγορία, με μόνο, το χαρακτηρισμό τους ότι ήσαν φίλοι των Παρτιζάνων. Η σύλληψη είχε και άλλα επακόλουθα. Ξυλοδαρμό, φυλάκιση κ.λπ. Μ’ αυτά τα δεδομένα, όσο χρόνο ίσχυε αυτός ο χαρακτηρισμός, οι Σελλιανίτες, για λόγους προσωπι­κής τους ασφάλειας, ήσαν καταδικασμένοι, όχι μόνο να διαμένουν μακριά από το χωριό τους, αλλά και να αποφεύγουν να κυκλοφορούν σε τόπους και χώρους εις τους οποίους κυκλοφορούσαν Γερμανοί και Αλβανοτσιάμηδες.

 

Η κατάσταση αυτή ήταν επικίνδυνη αλλά και αφόρητη. Κράτησε δε, ως την άνοιξη του 1944. Στις αρχές της άνοιξης του 1944 οι κάτοικοι της Σέλλιανης, οι οποίοι διέμεναν σαν πρόσφυγες στην Ελαταριά, απηυδισμένοι, και αποκαρδιω­μένοι από τις καθημερινές δυσκολίες που αντιμετώπιζαν στη διαβίωσή τους, πήραν την απόφαση με διάβημά τους προς τις γερμανικές αρχές κατοχής, που είχαν την έδρα τους στη Μενίνα και υπάγονταν και η Ελαταριά, να ζητήσουν να τους χορηγηθεί άδεια, να επανεγκατασταθούν στο χωριό τους τη Σέλλιανη, έστω κι αν ήταν ερειπωμένο, και να αρθεί, ο χαρακτηρισμός τους ως «φίλοι των ανταρτών» με τις συνέπειες που συνεπάγονταν.

 

Για τη μεταφορά αυτού του διαβήματος τους στους Γερμανούς κατακτητές, επιφόρτισαν τον παπα-Γιώργη Μώκο, τον οποίο και εξουσιοδότησαν να χειρι- σθεί το θέμα κατά τον καλύτερο τρόπο. Ο παπα-Γιώργης Μώκος, αν και αντι­λαμβάνονταν τους σοβαρούς κινδύνους τους οποίους διέτρεχε η ζωή του, κατά τη μετάβασή του στη Μενίνα, καθώς και η κυκλοφορία του σ’ αυτό το χωριό, στο οποίο κατοικούσαν στην πλειονότητα Αλβανοτσιάμηδες, εντούτοις, για να εξυπηρετήσει τους συγχωριανούς του, αψήφισε τους κινδύνους, της πιθανής σύλληψης και φυλάκισής του, και μετέβη πεζή από την Ελαταριά στη Μενίνα. Αφού περπάτησε για αρκετές ώρες, σ’ ένα δρόμο πολύ επικύνδυνο, γιατί εκτός από Γ ερμανούς και Αλβανοτσιάμηδες, κυκλοφορούσαν και ληστές, κατάκοπος και ταλαιπωρημένος, έφτασε στη Μενίνα.

 

Σαν έφτασε στη Μενίνα, δεν παρουσιάστηκε αμέσως στο Γερμανό διοικητή. Θεώρησε σκόπιμο, να συναντηθεί με το γνωστό για τα φιλελληνικά του αισθή­ματα, Αλβανοτσιάμη Τάτη Κάσο, κάτοικο Μενίνας, για να τον συμβουλευθεί για τις ενέργειές που επρόκειτο να κάμει και να ζητήσει και τη συμπαράστασή του. Γ Γ αυτό λοιπόν, πήγε κατ’ ευθείαν στο σπίτι του Τάτη Κάσου. Εκείνος (όπως διη- γόνταν ο παπα-Γ ιώργης μετά την επιστροφή του) όταν τον αντίκρισε, συγκινηθηκε, τόσο γιατί τον έβλεπε, αλλά και για την κατάσταση στην οποία βρίσκονταν (κατα­πονημένος από την περιπέτεια και τις στερήσεις που αντιμετώπισε τόσους μήνες πρόσφυγας). Τον δέχτηκε με καλοσύνη και τον περιποιήθη- κε. Μάλιστα του είπε, πως το θεώρησε τιμή του γι’ αυτή του την επίσκεψη.

 

Του υποσχέθηκε μάλιστα, ότι θα συνηγορήσει κι αυτός στο γερμανό διοικητή, ώστε να στεφθεί από επιτυχία, το διάβημά του. Και πράγματι, ο καλός εκείνος άνθρωπος τον οδήγησε στα γραφεία της γερμανικής στρατιωτι­κής διοίκησης και τον παρου­σίασε στο διοικητή της.

Εκεί, ο παπα-Γιώργης είχε την ευκαιρία να περιγράφει τις τραγικές συνθήκες, κάτω από τις οποίες ζούσαν οι συγχωριανοί του μετά την καταστροφή του χωριού  τους από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής στις 27 Σεπτεμβρίου 1943. Και τον παρακάλεσε να κατανοήσει τους λόγους που τον οδήγησαν ενώπιον του και να εγκρίνει να τους παρασχεθεί η άδεια να επανε- γκατασταθούν στο χωριό τους. Μετά τον παπα-Γιώργη Μώκο, έλαβε το λόγο, ο φιλέλληνας Αλβανός Τάτης Κάσος, ο οποίος συνηγόρησε υπέρ των Σελλιανιτών και υποστήριξε με θέρμη το αίτημα του παπα-Γιώργη, το οποίο χαρακτήρι­σε δίκαιο και λογικό. Ο Γερμανός αξιωματικός, αφού άκουσε και τους δυο συνομιλητές του, ζήτησε συμπληρωματικές πληροφορίες, για τη διαβίωση των κατοίκων της Σέλλιανης μετά την καταστροφή του χωριού τους από τα στρα­τεύματα κατοχής.

 

Τελικά, χορήγησε τη σχετική άδεια. Οι Σελλιανίτες πρόσφυγες, οι οποίοι ως τότε φιλοξενούνταν στην πλειονότητά τους από τους κατοίκους της Ελατα- ριάς, ανέμεναν με καρδιοχτύπι και μεγάλη ανυπομονησία των επιστροφή του παπα-Γ ιώργη από τη Μενίνα και την απάντηση που θα έφερνε από τη γερμανι­κή διοίκηση.

Όταν επέστρεψε, και τους ανακοίνωσε τη χορήγηση της άδειας να ξαναγυ- ρίσουν στο χωριό τους, ανακουφίστηκαν, ξαλάφρωσαν. Τους φάνηκε πως έφυ γε από μέσα τους, ένα αβάσταχτο βάρος, που τους βασάνιζε, όλους τους μήνες της προσφυγιάς που περνούσαν. Βέβαια, με την ψευδοαμνηστία που τους χορηγούνταν, δεν είχαν τη ψευδαίσθηση, ότι θ’ άλλαζαν για τη ζωή τους και πολλά πράγματα. Αλλά τουλάχιστον, θα μπορούσαν επί τέλους με λιγότερο φόβο και κίνδυνο να γυρίσουν στο χωριό τους και να προσπαθήσουν να δημι­ουργήσουν κάποιες προϋποθέσεις, έστω και υποτυπώδεις, για να συνεχίσουν τη ζωή τους, ώσπου να πάρει τέλος, ο καταστροφικός πόλεμος, ο οποίος τόσα χρόνια βασάνιζε την ανθρωπότητα. Ένιωθαν ανακούφιση και για έναν άλλο ακόμη σπουδαίο λόγο. Διότι εις το εξής, δε θα ήταν αναγκασμένοι, να ζουν κλεισμένοι στο χωριό τους ή σε κάποιο άλλο χωριό, αλλά, θα μπορούσαν να κυκλοφορούν ελεύθερα, που το είχαν μεγάλη ανάγη. Μ’ αυτές τις περιορισμέ­νες δυνατότητες που τους παρέχονταν με την γερμανική άδεια και τις ελπίδες που έτρεφαν, άρχισαν, σιγά σιγά, με δειλά βήματα στην αρχή, σποραδικά, να μετακινούνται προς το χωριό τους που τόσο είχαν πεθυμήσει. Όσοι απ’ αυτούς, διέθεταν φορτιάρικο ζώο, άλογο ή γαϊδουράκι, φόρτωναν τα λιγοστά πράγματά τους, που πρόλαβαν και πήραν μαζί τους κατά την ευσπεσμένη εκκέ­νωση των σπιτιών τους και την αναχώρησή τους. Οι άλλοι, που ήσαν και οι περισσότεροι, τα φορτώνονταν στους ώμους τους.13988282 10210149009152398 5683881482331507883 o

 

Και έβλεπε κανείς, άντρες, γυναίκες, γέρους και παιδιά, με ζαρωμένη την όψη από τις ταλαιπωρίες και την κακοπέραση, φορτωμένους τα λείψανα του νοικοκυριού τους, να παίρνουν το δρόμο του γυρισμού τους. Ύστερα από τρίωρη κουραστική πορεία, στο δύσβατο δρόμο Ελαταριάς Σέλλιανης, που είναι σκαλισμένος στη ρίζα των βουνών Κόκκινου Γκρεμού και Μαροτέσης, έφταναν στο χωριό τους. Εκεί όμως, αντί να αισθανθούν χαρά γιατί επί τέλους πατούσαν το χώμα του τόπου που γεννήθηκαν και έζησαν τόσα χρόνια, και τώρα ξαναγύριζαν από την προσφυγιά τους, ένιωθαν μέσα τους, θλίψη και απογοήτευση. Αλλά πώς να χαρούν και να γελάσουν, αφού μπροστά στα μάτια τους, αντί για χωριό, βλέπουν να προβάλουν, σ’ όλη του την έκταση σπαρμένοι σωροί από ερείπια;

 

Εικόνα που τραυματίζει κάθε ευαίσθητη ψυχή και την κάνει να πονάει. Το μέγεθος της συμφοράς που βρήκε την κάθε οικογένεια της Σέλλιανης στις 27 Σεπτεμβρίου 1943, τώρα γίνονταν αντιληπτό και κατανοητό, που μετά την προ­σφυγιά της, αντίκριζε για πρώτη φορά το ερειπωμένο και ανύπαρκτο πια σπίτι της.

 

Σκηνές αλλοφορσύνης διαδραματίζονταν και δάκρυα απόγνωσης συνόδευ­αν την επίσκεψή της σ’ αυτό. Κι ενώ πατούσαν με τα πόδια τους τ’ αποκαΐδια του και με τα βλέμματά τους,α γκάλιαζαν όλους τους χώρους του και τους τοί­χους του που έχασκαν γυμνοί και ετοιμόρροποι, με τη φαντάσια τους, αναπο­λούσαν ευχάριστες και δυσάρεστες στιγμές που έζησαν σ’ αυτό, στο παρελ­θόν. Όταν πια καταλάγιαζαν οι πρώτες τραυματικές αντιδράσεις και εκδηλώ­σεις τους, έρχονταν αναγκαστικά, η ηρεμία, η οποία τους οδηγούσε στην οδυ­νηρή πραγματικότητα και την ανώμαλη προσγείωσή τους που τους επέβαλλε η ανάγκη να επιζήσουν. Αντιλαμβάνονταν ότι βρίσκονταν σε μια καινούργια κατά­σταση με άπειρα προβλήματα, στην οποία έπρεπε να προσαρμοσθούν και να δημιουργήσουν, νέες προϋποθέσεις επιβίωσής τους, με τα δεδομένα που είχαν μπροστά τους και με τις αμέτρητες ελλείψεις τους.

 

Βασικότερες ήταν, η έλλειψη στέγης και τροφής τις οποίες έπρεπε ναα αντι­μετωπίσουν άμεσα και με υπομονή. Προς αυτή την κατεύθυνση στράφηκαν χωρίς καθυστέρηση μετά την επιστροφή τους. Η έλλειψη στέγης ταλάνιζε τις περισσότερες οικογένειες. Λίγες απ’ αυτές στεγάστηκαν στην εκκλησία της Αγίας Τριάδας και στα ελάχιστα σπιτάκια που είχαν γλυτώσει από κείνη την καταστροφή. Οι άλλες, οι οποίες ήταν οι πιο πολλές, είχαν σοβαρότατο πρό­βλημα στέγης. Η διαμονή τους στην ύπαιθρο, χειμώνα καιρό και μάλιστα στους χειρότερους μήνες της εποχής, Φλεβάρη και Μάρτη, όχι μόνο ήταν αδιανόητη αλλά, εγκυμονούσε και σοβαρούς κινδύνους για τα εξασθενημένα σώματά τους. Γι’ αυτό, αναζητούσαν λύσεις, έστω πρόχειρες και προσωρινές. Έτσι έβλεπε κανείς, άλλες οικογένειες να στεγάζονται σε καλύβια τα οποία άλλοτε χρησιμοποιούνταν ως χορταποθήκες ή στάβλοι. Άλλες στεγάζονταν σε βοηθη­τικούς χώρους που βρίσκονταν έξω από την κυρίως κατοικία τους και διασώ­θηκαν από την πυρπόληση. Και πάλι, δε λύθηκε το πρόβλημα. Ούτε καλύφθη­καν όλες οι ανάγκες. Έμειναν και άλλες οικογένειες άστεγες. Αυτές, προσπα­θούσαν να στήσουν κάποιο στέγαστρο με υλικά που συγκέντρωναν από τα αποκαΐδια. Όλοι αυτοί οι πυροπαθείς κάτοικοι της Σέλλιανης, όπως άρχισαν να αυτοαποκαλούνται, στην προσπάθεια τους να εφοδιασθούν με στοιχειώδη έπι­πλα και σκεύη, για να θεραπεύσουν τις πάμπολλες πρωταρχικές τους ανάγκες, άρχισαν να ψάχνουν με επιμονή και σχολαστικότητα, όλους τους χώρους των καταστρεμμένων σπιτιών τους μέσα, αλλά και έξω απ’ αυτούς, με την ελπίδα ότι κάτι θα εύρισκαν, από το ανύπαρκτο πια νοικοκυριό τους.

 

Όμως διαψεύδονταν. Γιατί τα πάντα είχαν πυρποληθεί ή διαρπαγεί. Κι έτσι αναγκάζονταν να περιορίζουν τις απαιτήσεις τους εις τα ελάχιστα τα οποία είχαν διασώσει.