ΟΙ ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ ΚΑΙ Ο ΠΑΥΛΑΚΗΣ

Παραμύθι του Βασίλη Π Παυλίδη,.

Ήρθε η παραμονή των Χριστουγέννων. Ο πατέρας του Παυλάκη έφερε πολλά ψώνια από την Πολιτεία και η μητέρα είχε πολλή δουλειά. Αφού συγύρισε το σπίτι και ετοίμασε τα ρούχα για όλο το δβδεκάμερο,έβαλε το τσουκάλι με το κρέας να σιγοβράζει στο πίσω μέρος της γωνιάς. Μπορεί να αργεί να γίνει το κρέας με τα φασόλια στο τσουκάλι είπε ο πατέρας και μάλιστα σαν είναι χοιρινό, όπως το δικό μας σήμερα αλλά η νοστιμάδα του δεν μολογιέται. Έπειτα βγήκε στην αυλή να σκίσει ξύλα για τις τηγανίτες. Τα ξύλα ήταν στεγνά από το καλοκαίρι, κομμένα και φυλαγμένα στο κατώγι για να μη βραχούν. Τα ήθελαν για τις αποψινές τηγανίτες, τα σπάργανα του Χριστού, όπως τα έλαγαν στο χωριό.Αυτές τις τηγανίτες θα τις τρώγανε απόψε, την παραμονή. Και επειδή τη νύχτα θα μεταλάβαιναν και θα παίρνανε Πασχαλίτσα από το κουτάλι του παπά τις φκιάχνανε χωρίς λάδι.Ο Παυλάκης είχε ψάξει από πολλές μέρες και είχε βρει την πκάκα που θα τις έψηναν, μια μαύρη πλάκα, λιανή αλλά πλατιά, για να την καίει καλά η φωτιά. Η μητέρα έφτιασε ένα προζύμι αραιό από νερό και σταρένιο αλεύρι, πολύ ψιλό αλεσμένο.Ήταν από κείνο το στάρι που το λεν ασπρόσταρο και είναι και πιο μαλακό και πιο νόστιμο και το προτιμούν όταν κάνουν είτε τηγανίτες είτε τραχανά. Ο Παυλ'άκης έφερνε από την αυλή τις σχίζες που έβγαζε ο πατέρας από τα ξερά κούτσουρα που έσχιζε. Η αδελφούλα του η Λεμονιά που ήταν μικρούλα τεσσάρων χρονών, ήθελε να κουβαλήσει κι αυτή.

Στη γωνιά η μητέρα έβαλε μια ψηλή πυριστιά κι από κάτω άναψε δυνατή φωτιά με πολλή φλόγα. Έβαλε την πκάκα πάνω στην πυροστιά και σαν κάηκε για καλά πήρε η μητέρα το προζύμι με την κουτάλα και το άπλωσε ψηλά. Αμέσως ψήθηκε. Τη γύρισε γρήγορα να ψηθεί κι από την άλλη και την άπλωσε σε ένα μεγάλι ταψί.Μετά έκανε δευτερη τέτοια τηγανίτα και τρίτη και συνέχεια πολλές Ο πατέρας που τελείωσε τη δουλειά του στην αυλή, γύρισε και κάθησε στη γωνιά να ζεσταθεί. Το ίδιο και τα παιδιά που τα χεράκια τους τρυφερά κι αμάθητα είχαν κοκκινίσει από το κρύο.Όταν τελείωσε η μητέρα μερικές τηγανίτες, έστρωσεπάνω τους τριμμένα καρύδια και αμύγδαλα. Στο τέλος, σαν γέμισε το ντεψί κάπου 2-3 οκάδες και βάλε, πήρε μπόλικη ζάχαρη έφκιαξε σιρόπι και τις κατάβρεξε. Με μια βελόνα του πλεξόματος, [μια κονταρίτσα,]έκανε τρύπες στι σωρό από τις τηγανίτες. για να πάει ως κάτω το σιρόπι και να τις ποτίσει καλά. Στο τέλος ο πατέρας έβγαλε από το σιλιάχι του το μαχαίρι και τράβηξε τρεις οριζόντιες χαρακιάς και τρεις κάθετες και τρεις οριζ΄ντιες. Βγάλανε την πυροστιά από τη φωτιά, γεμίσανε το πιάτο του κάθενός από πολλά κομμάτια, ευχήθηκαν και του χρόνου κι άρχισαν να τρώνε λαίμαργα. Τι νοστιμιά! Η μικρούλα Λεμονιά κόμπιασε από τις πολλές που έφαγε.Κοιμήθηκαν σε λίγο. Τη νύχτα ξύπνησαν από τις καμπάνες κι ετοιμάστηκαν, πήγαν στη εκκλησία, άκουσαν τη λειτουργία και κοινώνισαν. Στο γυροσμό έφαγαν τη μαγειρίτσα που είχε αποβραδύς ετοιμάσει η μητέρα, μα την ξαναζέστανε και την αυγόκοψε τώρα που μετάλαβαν.Ξανακοιμήθηκαν ως το μεσημέρι, που ξύπνησαν για να ριχτούν πάλι στο φα'ι', φασόλια με χοιρινό κρέας και σουβλάκια χοιρινά κι εκείνα.

Το απόγευμα φώναξαν τον πατέρα που ήταν μυλωνάς να πάγει στο μύλο όπου τον περίμεναν μερικά αλέσματα. Μουρμούρισε κάτι, που δεν τον άφηναν να ξαποστάσει τέτοια χρονιάρα μέρα, μα ετοιμάστηκε. Πήγαινε και μη μουρμουρίζεις μέρα σαν τη σημερινή,του είπε η μητέρα.

Άραγε είχαν οι άνθρωποι γέννημα νάρθουν να αλέσουν στο μύλο χτες; Είχαν προχτές; Λες να θέλανε αυτοί να πάνε χριστουγεννιάτικα στο μύλο; Έφυγε ο πατέρας. Το δειλινό όμως φέρανε είδηση πως η αδελφή της μητέρας, που είχε παντρευτεί στο γειτονικό χωριό, γεννούσε και ο τοκετός ήταν δύσκολος. Έπρεπε να πάει αμέσως. Έφυγε αφήνοντας φαγητό έτοιμο για την οικογένεια. Παυλάκι μου, λέει στο αγόρι της, να είσαι φρόνιμο παιδί και να προσέχεις τη Λεμονίτσα μας ώσπου να έρθει ο πατέρας σας από το μύλο του είπε. Το παιδί υποσχέθηκε, μα το σούρουπο ο γείτονας ο κυρ Θύμιος που είχε πάει κι αυτός στο μύλο, έφερε την είδηση ότι ο πατέρας δε θα γυρίσει, γιατί είχε πέσει πολλή δουλειά.Ο μικρός έβαλε τότε μερικά ξύλα δίπλα στη γωνιά για νάχει τη νύχτα και να μη βγαίνει έξω, άναψε για καλά τη φωτιά, στην οποια αδέλφωσε δυο κούτσουρα τα μεγαλύτερα που μπόρεσε να σηκώσει.Έφαγε με την αδελφούλα του , σήκωσε το σοφρα και έστρωσε δίπλα στη φωτιά να κοιμηθούν. Νανούρισε τη Λεμονιά να κοιμηθεί, τη σκέπασε, άναψε το καντήλι, έσβυσε το λυχνάερι και ξάπλωσε κι αυτός δίπλα στην αδελφή του. Για να περάσει η ώρα σκέφτηκε μερικές ιστορίες και δεν κατάλαβε πότε έκλεισαν τα μάτια του κι αποκοιμήθηκε κι αυτός...........

Κάποια στιγμή ένιωσε να κρυώνει. Ξύπνησε κι είδε πως η φωτιά κόντευε να σβήσει. Μόνο ένα κούτσουρο κρατούσε λίγο.Σηκώθηκε και τη δυνάμωσε ρίχνοντας ξύλα από εκείνα που είχε φέρει μέσα το δεικινό. Πάλι ζωήρεψε η φωτιά και ζ΄ρστανε το σπίτι. Πήγε ως το παράθυρο και είδε πως είχε πέσει λίγο χιόνι και είχε απλωθεί ένα κάτασπρο σεντόνι παντού. Μα τα σύννεφα είχαν σκορπίσει από ένα δυνατό βοριά που βούιζε και κουνούσε τα γυμνά κλαδιά του κήπου.Το φεγγάρι ήταν μισό και κόντευε να βυθιστείθ στον ορίθζοντα. Το αχνό φως και το φως των αστεριών έκαναν το χιόνι να λάμπει και από το παράθυρο φαινόταν όλο το χωριό, έστω και θαμπά.Σε λίγο άκουσε φλογέρες να παίζουν, τραγούδια και παράξενα γέλια. Κοιτάζει και παγώνει από το φόβο του. Πολλά καλικαντζαράκια γυμνά, με πόδια σαν του βάτραχου, κορμί μελαψό, ουρά μακρυά, κεφάλι γυμνό με δυο μικρά κέρατα μπροστά, κορμί τριχωτό. Άλλα χόρευαν, άλλα έπαιζαν φλογέρες και φλωριά πάνω στο χιόνι.Σαν είδαν το μικρό στο παράθυρο, του φώναζουν. Έλα Παυλάκη, να χορέψουμε και να τραγουδήσουμε, να διασκεδάσουμε......... Μα ο Παυλάκης που΄χε ακούσει απ΄τον πατέρα και τη μητέρα την ιστορ΄θα των καλικαντζάρων, μπόρεσε να τραυλίσει, ενώ έτρεμε από φόβοι και τα δόντια του χτυπούσαν Δεν έρχομαι έξω κρυώνω. Ελάτε σεις μέσα.!Άνοιξε τότε να μοπούμε.! Θα σας ανοίξω αλλά με μια συμφωνία. Να βρήτε πόσες τρύπρε έχει το κόσκινο που είναι κρεμασμένο ψηλά από τη θύρα μας. Οι καλικάντζαροι άφησαν το τραγούδι και το χορό και άρχισαν να μετρούν. Μια, δυο τρεις, δεκαπέντε κλπ. Εξακόσιες τρεις Όχι κάνει άλλος πεντακόσιες ογδόντα πέντε! Πεντακόσιες ενενήντα εννιά φωνάζει τρίτος. Και κάθε καλικάντζαρος είχε κάνει διαφορετικό μέτρημα.Ξαναμετράτε και συμφωνήστε λέει ο Παυλάκης και έφυγε και πήγε στη γωνιά, να ζεσταθεί στη φωτιά. Μα εκείνοι όλο και μπερδεύονταν στο μέτρημα. Πότε μετρούσαν μερικές τρύπες για δευτερη φορά και τρίτη φορά, πότε πηδούσαν μερικές και τις άφηναν. Και όπως φώναζαν όλοι μαζί μπερδεύονταν ο λογαριασμός, όλο και δεν ταίριαζαν.Άρχισαν να μαλώνουν να σπρώχνει ο ένας τον άλλον για να μπει μπροστλα, να μετρήσει καλύτερα τις τρύπες. Οι τελευταίοι τραβούσαν τους πρώτους από τις ουρές για να περάσουν μπροστά αυτο΄θ και να μη μπερδεύονται στο μέτρημα. Ο Παυλάκης μ΄όλο του το φόβο, ακούγοντας τον καυγά τους ξαναγύρισε στο παράθυρο. Δεν μπόρεσε να κρατήσει τα γέλιθα του, βλέποντας τους να στριφογυρίζουν καθώς τραβούσε ο έναςτου αλλουνού την ουρά. Μετά πήγε και κουκουλώθηκε πάλι στη γωνιά του, κοντά στο τζάκι.Αυτός είχε βάλει το παλιό κόσκινο πάνω στην πόρτα. Είχε ακούσει από τη μητέρα του αυτό το κόλπο και σαν έμαθε πως δεν θα έρθει τη νύχτα ο πατέρας από το μύλο, το έβαλε σε ενέργεια.Παυλάκη, Παυλάκη, ανοιξέ μας να μπούμε! Το βρήκαμε το βρήκαμε. Πόσες είναι; Εξακόσιες ακριβώς. Όχι λέει ο Παυλάκης, δεν το βρήκατε, ξαναμετράτε!Μη μετράτε άλλο λέει ο αρχικαλικάντζαρος κρυφά στους δικούς του. Μας κορο'ι'δεύει. Θα ξημερώσει και δεν θα βρούμε πόσες είναι. Και φωνάζει του Παυλάκη. Τόσες είναι, εσύ έχεις λάθος! Όχι λέει ο Παυλάκης, δεν το βρήκατε, ξαναμετράτε!Δεν ανοίγω, λέει οΠαυλάκης.Κάνουμε πως φεύγουμε, λέει ο αρχηγός των καλικαντζάρων και θα μεταχειριστούμε πονηριά!Αφού δεν μας ανοίγει, φεύγουμε και μεις. Φωνάζουν όλοι στο παιδί. Ο Παυλάκης σύρθηκε πάλι ως το παράθυρο και τους είδε να φευγούν αληθινά. Ξαναγύρισε και κουκουλώθηκε στο στρώμα τοτ να κομηθεί.Σε λίγη ώρα ακούει την πόρτα να χτυπάει και τον πατέρα του να φωνάζει.Παυλάκη άνοιξε. Ο Παυλάκης έτρεξε ως την πόρτα χαρούμενος και άνοιξε.Μα δεν ήταν ο πατέρας του αλλά ο αρχικαλικάντζαρος που έκανε τη φωνή του. Μπήκε μέσα, κράτησε τη θύρα ανοιχτή και φρρρπ φρρρρπ τρύπωσαν με μιας πλήθοε από καλικαντζαράκια.Άρπαξαν τον Παυλάκη και άρχισαν το χορό και το τραγούδι.

Ξύπνησαν και τη Λεμονιά, που άρχισε να κλαίει, την τραβούσαν από το χέρι να τη βάλουν στο χορό. Πείραζαν και τσιμπούσαν τα παιδιά , που σπάραζαν στο κλάμα και σπαρταρούσαν από φόβο.Παρακαλούσαν τους καλικαντζάρους μα εκείνοι γελουσαν μαζί τους, τους τραβούσαν από τη μύτη, τα αυτιά, τους γαργαλούσαν. Πότε έβαζαν τα παιδιά στη μέση και τα κορόιδευαν πότε τάσερναν με τη βία στο χορό.Ξαφνικά ο Παυλάκης κάτι σκέφτηκε. Αφήστε με να πιω λίγο ούζο να κάνω κέφι και να χορέψω μαζί σας τους λέει.Πιε πιε, του λένε. Μετά να πιούμε και μεις. Και άρχισαν να χοροπηδάνε χαρούμενοι που θα έπιναν ούζο. Ο Παυλάκηςπήγε στο ράφι κάνοντας πως ψάχνει για το ούζο. Άρπαξε από το εικονοστάσι που ήταν πάνω απ΄το ντουλάπι τη μπουκάλα με το περυσινό αγίασμα και ήπιε μια γουλιά κάνοντας μορφασμό, τάχα πως καίει το ούζο στο λαιμό..Με γεμάτο το στόμα του και φουουου πέταξε σταγόνες πολλές από το στόμα του φυσώντας και κατάβρεξε τους καλικαντζάρους στο γυμνό τους κορμί.Ωχ μανούλα μου , καιγομαι τσουρουφλίζομαι , φώναξε κάθε καλικάντζαρος που στο κορμί του είχαν πέσει σταγόνες αγίασμα. Φουουου , φουουουου, τους κατάβρεχε ο Παυλάκης.Φύγετε φύγετε , αγίασμα, μας κατάκαψε το παιδί με υτο αγίασμα α α φώναξε ο αρχηγός τους καταλαβαίνοντας τι τους σκάρωσε ο μικρός.Και χάθηκαν όλοι έξω στην παγωμένη νύχτα ουρλιάζοντας απ΄τους πόνους. Ο Παυλάκης έκλεισε την πόρτα, πήρε αγκαλιά του την αδελφούλα του τη Λεμονιά για να την ησυχάσει, και έμεινε άγρυπνος ως το πρωί που λάλησαν οι πετεινοί.Την άλλη μέρα που γύρισε η μητέρα, ξεκαρδίστικε στα γέλια με το πάθημα των καλικαντζάρων.Ξεκαρδίστηκε και ο πατέρας και κάθε χωριανός που το έμαθε Και ο Παυλάκης καμάρωνε.καμαρωνε