ΤΟ ΚΑΝΤΑΡΙ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ.
Στην κωμόπολη που μέναμε τα Σάββατα είχε παζάρι. Μαζεύονταν από τα κοντινά χωριά και ο κάθε ένας έφερνε να πουλήσει ότι είχε, ζαρζαβατικά, αυγά, κότες, τυρί, όσπρια, σιτιρά, ξύλα, φρούτα κλπ. Και όταν έφευγαν αγόραζαν ότι χρειαζόντα. Αλάτι από το μονοπώλειο, σπίρτα [ αυτά τα έσοδα από το αλάτι τα σπίρτα το πετρέλαιο και τις οδοντογλυφίδες τα έπαιρναν οι δανειστές μας, σαν σήμερα.],λίγο ύφασμα, κανένα μαντίλι,Τα πράγματα που πουλούσαν έπρεπε να ζυγίζονταν. Για να μην κλέβουν όμως οι ζυγαριές ύπήρχε ένα καντάρι που έβγαινε στη δημοπρασία. Με αυτό ζύγιζαν τα βαριά. Τα μικρά βάρη σε ένα μαγαζί που ήταν δίπλα. Όταν έβγαινε το καντάρι στην δημοπρασία έβγαινε ο τελάλης και το διαλαλούσε με την ντουντούκα. Έτσι ο Δήμος είχε κάποια έσοδα. Τα παιδιά που πήγαιναν σχολείο αγόραζαν τα βιβλία τους και πλήρωναν ένα ποσό για την φοιτησή τους στο Γυμνάσιο. Δεν πλήρωναν οι αγρότες και οι πολύτεκνοι, πλήρωναν όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι.. Ένας μαθητής από χωριό δεν μπορούσε εύκολα να πάει στο γυμνάσιο μιας και έπρεπε να πληρώνει νοίκι, φαγητό, βιβλία.
Τα βιβλία της προηγούμενης χρονιάς τα πηγαίναμε στο βιβλιοπώλη που τα αγόραζε σε μια χαμηλή τιμή. Τα πούλαγε την άλλη χρονιά σε μεγαλύτερη τιμή. Στυλό είχαμε με μελάνη που έπρεπε να έχεις και το στυπόχαρτο να μην μελανώσεις το τετράδιό σου και τα χέρια σου. Είχαμε και κάτι πένες καλλιγραφίας και πενάκια σινικής μελάνης για ζωγραφική. Τα κορίτσια φορούσαν τις ποδιές τους με τα άσπρα γιακαδάκια τους και άσπρες ή μαύρες κάλτσες. Τα αγόρια το καπέλο με την κουκουβάγια και να μην το έχουν στραβα γιατί τιμωρία. Δες από το παζάρι σας άρχισα, στο σχολείο σας πήγα, έτσι κάνουν οι μεγάλοι άνθρωποι.