Στο χασιομέρι της Σέλλιανης, κάτω απ τα πυκνόκλαδα πλατάνια, κόσμος και ντουνιάς μαζεμμένος. Και όλοι άκουαν με προσοχή τον Νικόλα Κουτούπη, τον καπετάνιο από το Πόποβο, που είχε βγει την νύχτα μέσα από την Παραμυθιά, με δώδεκα παλληκάρια,-

Ζούρλια του Δεσπότη κι αυτή, είπε ο πάπα Κονόμος, που οι Τούρκοι τον είχαν βάσιμο και πιστό, αλλά ήταν ο κρυφός αντιπρόσωπος του Κομιτάτου του χωριού.-

Ζούρλια ήταν, επιβεβαίωσε κι ο καπετάν Κουτούπης. Αλλά αυτός ο δεσπότης σε βάνει να σκοτωθείς και είσαι και ευχαριστημένος. Νάξερες πως κλάψαμε όλοι σαν την είδαμε να κυματίζει, την Ελληνική μας τη Σημαία, με τον σταυρό τον χρυσό στην κορφή...........

-Μα πως ακριβώς ξεκίνησε η δουλειά; Ρώτησε κάποιος περίεργος;

-Μόλις έγινε το Σύνταγμα, ο δεσπότης σήκωσε στην Μητρόπολη , δίπλα στην τούρκικη και την Ελληνική σημαία. Οι τουρκαρβανίτες φοβέρισαν να την κατεβάσουνμε την βία. Τότε κι ο Ιερόθεος  έμασε στην Μητρόπολη τροφές, βαρέλια με νερό και φώναξε να βοηθήσουμε όλοι οι αντάρτες του τόπου,.Μαζευτήκαμε στην Μητρόπολη, μπαίνοντας κρυφά προχτές την νύχτα, εξήντα νοματαίοι, από την Δράγανη που μας έστειλε το Ζιάντη και τον Τσιάτση-Γιάννο, μέχρι την Λιβικιστα, που έστειλε τον Καρρά με την παρέα του. Πιάσαμε τη Μητρόπολη και το Γυμνάσιο και στεκόμασταν με το δάχτυλο στην σκανδάλη, ότι πει ο Δεσπότης να γίνει.-

Πεντακόσιοι Τούρκοι μαζεύτηκαν χτες το πρωί στο Τζαμίτου βασιλιώς, αρματωμένοι και ξεκίνησαν να μας κατεβάσουν τη Σημαία με το στανιό. Κίνησαν αφού έκανανντουά στον Γιαραμπή τους. Μπροστά ο χότζας, ο Χουσένης του Μουλά Μέτη, που τον σέβουνταν όλοι, γιατί είχε προσκυνήσει στη Μέκα τον τάφο του Μουαμέτη. Λίγες χάπες έκανε, όταν τον βλέπουν να στριφογυρίζει και τούμπα, πάρτον κάτω,-

Πήγαν τον σήκωσαν , τίποτα. Πάει ψόφησε το σκυλί. Το βάρεσε νταμπλάς,Είδαν οι άλλοι το σημαδιακό, και σκόρπισαν, πάνε στα σπίτια τους. Σημάδι  απ΄το Θεό , είπαν. Πάει θα γένει Ελληνικό. Και ο γιούσμπασης της Πολίτσιαςμε τον κα'υ'μακάμη, έστειλε στα Γιάννενα να φέρουν ταχτικό στρατό να κατεβάσει τη σημαία. Και ο Παναγιωτ΄Ρίγγας, με όλους τους παζαρίσσιους, έπεσαν αμάν στον Ιερόθεο να μας διώξει, να μην καεί η πολιτεία. Χτες  το βράδυ, ήρθε κι ο Κότης, με χαρτί από τα Γιάννενα από τους μεγάλους του Κομιτάτου, τον κατάφεραν, κατέβασε τη Σημαία, έκανε λειτουργία στην κάτω σάλα της Μητρόπολης, μας ευλόγησε τα ντουφέκια , μας μετάλαβε και φρουστ ,,,,τη νύχτα, άλλος από δω άλλος από κει, φύγαμε.-

Οι χωριανοί μας τι έγιναν ρώτησε κάποιος;

Τον Τζουβαράκη τον πήρα εγώ στο μπουλούκι μου. Οι άλλοι πήγαν κοντά στούς ντραγανίτες, να συμορφώσουν κάτι Τούρκους από το Νικολίτσι,-

Ξαφνικά ακούστηκε μια φωνή.

Φάνηκαν τα γελάδια κοντά στο χωριό, στην άκρη κοντεύουν. κάντε τα γίδια πέραααααα.

Ήταν το σύνθημα πως έρχεται τούρκικη κοσιάδα. Η κουβέντα έλεγε, έρχονται οι τούρκοι διώξτε τους κλέφτες πέρα.

-Γρήγορα έξω από το χωριό. Μη μας  καίτε, είτε στον καπετάνιο ο παπάε.-

 Ο Κουτούπης πήρε τους λάντρες του και τράβηξε ίσια στη ράχη Κούλια, που είναι στην άκρη του χωριού, κοντά στη βρύση της Γελαψούς. Ο ι   τούρκοι, καμμια τριανταριά, μ΄έναν αξιωματικό επί κεφαλής, έφτασαν στο μεσοχώρι και κύταζαν τους κλέφτες που τρακόσια μέτρα μακρυά, τους αγνάντευαν ακουμπισμένοι στα όπλα τους.

-Τι είναι αυτοί ; έκανε για τον τύπο άγρια ο αξιωματικός στον παπά Κονόμο;.-

Τζιομπαναραίοι είναι, παν για τα σφαχτά τους ψέλισε ο παπάδικαιολογόντας τα αδικαιολόγητα.Αυτοί έχουν ντουφέκια....

Έχουν για το ζουλαπικό και τους κλέφτες. Τους τάδωσαν οι αγάδες,.-

Και όλοι μαζύ αντάμωσαν;

Αγναντεύουν την κοσιάδα σας.

Εκείνη τη στιγμή ο τζοβαράκης, που ήταν σπίτι του Τσάβο -Ζιάγκα, κι άργησε να καταλ΄σαει πετάχτηκε πιο πέρα, τρέχοντας κατά τους άλλους λέφτες.-

Ένας στρατιώτης  ανατολίτης και καινούριος στον τόπο μας, έτρεξε να τον φτάσει. Ο Θοδωρής έτσι τον λέλαγαν τον κλέφτη- έπιασε μια μεγαλούτσικη πέτρα  που βρέθηκε μπροστά του, γιατί, μεγαλόσωμος ο τούρκος, κοντός ο Τζοβαράκης, τον έφτασε. Ο τούρκος έβγαλε το σπαθί του να τον κτυπήσει. Από τη μια μεριά της πέτρας ο τούρκος, από την άλλη ο Θόδωρος. Σπάθιζε δεξιά ο τούρκος έσκυβε αριστερά ο κλέφτης. Σπάθιζε αριστερά, έκανε ο Τζοβαράκης δεξιά, προτείνοντας  τ΄όπλο με τα δυο του χέρια.-

Τούρκοι και Ρωμιοί  , άλλοι από το μεσοχώρι, άλλοι από τα παραθύρια, άλλοι από τη ράχη, κύταζαν παραξενεμένοι και αννήσυχοι το επεισόδιο . Οι κλέφτες αραίωσαν κι έπιασαν τόπο, ενώ ο Νικόλα Κουτούπης ορθός, σημάδεθε τον τούρκο και φώναξε στον παππά.

-Κονόμε, για μάζεψε αυτόν τον κόνιαρο, γιατί τον περνάω από το γλούπο.-

Τ ακουσαν οι τουρκοι και οι ρωμιοί και κέρωσαν, βουβαμάρα στο χασιομέρι. Ο Κονόμος έρριξε το βλέμμα στον τούρκο αξιωματικό . Εκείνος τούγνεψε ναι,-

Κίνησε ο παππας κι έφτασε τον τούρκο και τον Τζοβαράκη που όλο έφερναν γύρα από την πέτρα.-

Πέκει απέκει  ει ει έκανε ο τούρκοςστον παπποά  εννοώντας να κλείσει το δρόμο του κλέφτη για να μπορέσει να τον πιάσει. Ο παππάς όμως άρπαξε γερά τον τπύρκο από τη μέση.-

Άειντε, παιδί μου, του είπε. Άσε τον τζομπάνο ήσυχο να πάει στα προβατά του, κι έλα να πάμε σπίτι να φάμε κότα πίτα. Άειντε, πάμε.

Μούγκρισε ο ανατολίτης κυτάζοντας να ξεφύγει το σιδερένιο  αγκάλιασμα του παππά. Οκλέφτης βρήκε την ευκαιρία και τόβαλε στα πόδια, ανέβηκε στη ράχη, αντάμωσε τους άλλους , πήγαν όλοι λίγο μακρύτερα και κάθισαν στις πέτρες  αραιωμένοι , με τα ντουφέκια στα χέρια.-

Ο τούρκος άρχισε να βρίζει τούρκικα τον παππά. Μα τώρα θύμωσε κι ο αξιωματικός και τούβαλε τις φωνές να γυρίσει  γρήγορα πίσω.-

Σαν γύρισαν, στρατιώτης και παππάς, ο αξιωματικός της κοσιάδας ρώτησε τον στρατιώτη, γιατί έφυγε από την παρέα του.-

-Μπιρ, χ'υ'ντούτ, [ ένας ληστής ]είπε ο ανατολίτης.-

-Κερατά, μπεζεβέγκ. Εμείς χαζοί είμαστε; Δε βλέπαμε τους χα'υ'ντπύτηδες; Έπρεπε να ,μην έρθει ο παππάς να σε περάσει από το γλούπο ο Νικολα- Κουτούπης στον γλούπο του ντουφεκιού του, να σε σηκώνανε τέσσερες. Γιατί κείνος που φώναξε από τη ράχη είναι ο Νικολα- Κουτο΄υπης από το Πόποβο. Πόσους έχει δει εκείνος σαν κι εσένα..............

Πόποβο =η Αγία Κυριακή.

Νταμπλάς=η συμφόπηση.

Χάπες=το άνοιγμα των ποδιών.

κα'υ'μακάμης = ο υποδιοικητής.

γλούπος= το στόμιο του ντουφεκιού και περνώ από το γλούπο , σημαίνει ότι σε φέρνω στη σκοπευτική γραμμη  άρα τον σκοτ'ωνω φονεύω.

Βασίλης Π Παυλίδης