Από το βιβλίο του Βασίλη Παυλίδη, Παροιμίαι και Λαϊκά Ρητά, στην περιοχή Παραμυθιάς.

Άβρακος βρακί φορεί κι όλη την ώρα το θωρεί.

Ο γύφτος κάποτε φόρεσε καινούριο βρακί και σε κάθε πόρτα έβγαζε το παντελόνι του να δει ο κόσμος το βρακί. Παροιμία λεγομένη επί ψωροϋπερηφάνειας. Και πράγματι οι γύφτοι στην Περιοχή Φαναρίου, στην πεδιάδα, προ πάντων, πηγαίνουν στη δουλειά τους χωρίς παντελόνι <σαλιβάρια δεν φόρεσαν ποτέ] φορώντας άσπρα μακρυά σώβρακα, μέχρι το κότσι.

Βάνει τα σκυλιά στην αγγαρεία.

Παροιμία λεγομένη για κείνον που δεν κάνει τίποτε, διότι τα σκυλιά δεν κάνουν κατά το λαό  σωματική εργασία, η οποία λέγεται στην περιοχή δουλειά η αγγαρεία.

Του φτωχού το εύρημα,κουτσοκάρφι ή πέταλο.

Κλωτσιές της γίδας, χαρές του λύκου.

Άλλος ρίνει -είτε ρίχνει-.την πορδή,άλλος παίρνει το φλουρί.

Κατά την παράδοση, σε κάποιο γάμο, της νύφης ξέφυγε κάποιος υπόκωφος κρότος. Φυσικά έγινε σούσουρο και γέλιο. Ο πεθερός για να βρει κάποιο θύμα να άρη τις αμαρτίες φώναξε.

Όποιος έριξε την πορδή, θα παρει ετούτο το φλουρί., με την ελπίδα ότι κάποιον θα δελεάσει το κέρδος.

Εγώ την έριξα λέει η πεθερά, για να φύγει η προσοχή από τη νύφη αλλά και το φλουρί να μείνει στο σπίτι.Άλλος να ρίνει την πορδή κι άλλος να παίρνει το φλουρί, κλάφτηκε η νύφη ξεσκεπάζοντας το σφάλμα της.

Η παροιμία λέγεται όταν κανείς  καρπούται την ξένη εργασία και την ξένη απολαυή.

+Βασίλη Π Παυλίδης.