Απο το βιβλιο του Σταύρου Γ. Παπαμώκου "Η ΣΕΛΛΙΑΝΗ ΧΘΕΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ "

26η Σεπτεμβρίου 1943. Η παραμονή, της από μέρες προγραμματισμένης,

από τους Γερμανούς κατακτητές και τους Αλβανοτσιάμηδες συνεργάτες τους, επίθεσης κατά της Σέλλιανης. Η μέρα αυτή, κύλησε ήσυχα, χωρίς, να μεσολαβήσει κανένα άλλο συνταραχτικό επεισόδιο, που να προμήνυε τη θύελλα, που θα επέρχονταν την επαύριο. Αυτή, η απροσδόκητη ηρεμία, χωρίς αμφιβολία, ήταν σκόπιμη και δελεαστική και ίσως απέβλεπε στη περιστολή παντός μέτρου επιφυλακής εκ μέρους των κατοίκων του χωριού. Με λίγα λόγια, οι κατακτητές δεν προέβησαν σε καμμιά νέα εντυπωσιακή εχθρική ενέργεια εις βάρος της Σέλλιανης, άφησαν τους κατοίκους της να ηρεμήσουν και να διακόψουν την επιφυλακή τους, ώστε κατά την επίθεσή τους να τους καταλάβουν εξαπίνης. Το βράδυ αυτής της ημέρας που ήταν και το τελευταίο στη μακρόχρονη και πολυκύμαντη ιστορία του χωριού, εύρισκετη Σέλλιανη, γαλήνια, όμορφη και γραφι­κή, όσο ποτέ άλλοτε, με τα κάτασπρα σπιτάκια της, χτισμένα κυκλικά, γύρω απάτην εκκλησία της Αγίας Τριάδας, με το ψηλό καμπαναριό της και το μπρούντζινο σταυρό του στη κορυφή του και το σχολειό της, δίπλα.13988282 10210149009152398 5683881482331507883 o

Η φθινοπωρινή αστροφεγγιά και το λαμπρό φεγγάρι την έλουζαν για ύστα­τη φορά, σ’ αυτήν την τελευταία εντυπωσιακή της εμφάνιση, σαν να την αποχαιρετούσαν και της έδιναν μια όψη παράξενα ελκυστική και μελαγχολική. Καμμιά ανθρώπινη φωνή, δεν ακούγονταν. Μόνο, το μονότονο λάλημα του Γκιώνη, που αναζητούσε, τον αδερφό του και η στριγγιά φωνή της κουκουβάγιας που ενώνονταν με τα ουρλιάσματα των σκύλων, που όλες μαζί οι αποκρουστικές αυτές φωνές έσκιζαν τον αέρα, σ’ έκαναν ν’ ανατριχιάζεις σύγκορμα.

Οι φρουροί του χωριού, από νωρίς είχαν καταλάβει τις θέσεις τους, στις τοποθεσίες Παγούνος, Ψηλοράχη Μεγάλη, Καμμιά, στον Πάτο τις Καρυές και στον Πάτο στις Πλάσες, και μέσα στη σιγαλιά της νύχτας αφουγκράζονταν και αξιοποιούσαν και τον παραμικρό θόρυβο, που έφτανε στ’ αυτιά τους. Στην Ψηλοράχη τη Μεγάλη και την Καμμιά, τοποθεσίες που βρίσκονται απέναντι από την Παραμυθιά, από όπου υπήρχαν οι περισσότερες πιθανότητες να εκδη­λωθεί η επίθεση, φρουρούσαν αντάρτες του Ε.Δ.Ε.Σ. ντόπιοι, που ανήκαν στην ομάδα του οπλαρχηγού Κων/νου Στ. Ζιάγκα. Ενώ στις άλλες επίκαιρες τοποθε­σίες που προαναφέρθηκαν φρουρούσαν επίσης άλλοι ντόπιοι αντάρτες, ΕΔΕΣΙΤΕΣ, του εφεδρικού Ε.Λ.Α.Σ. και ελεύθεροι σκοπευτές, ανένταχτοι. Στο Σέλωμα και συγκεκριμένα στα παλιά χαρακώματα του ελληνικού στρατού από τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, είχαν σταθμεύσει πριν από μερικές ημέρες, αντάρ­τες του Ε.Λ.Α.Σ. του Λόχου του Σπύρου Κόκορη.

27η Σεπτεμβρίου 1943. Το πρωί. Ενώ ακόμη δεν είχε καλοξημερώσει και τα τελευταία αστέρια, τρεμόσβηναν στον ουρανό, έφταναν στη Σέλλιανη δυο σύν­δεσμοι. Ο ένας, προέρχονταν από το γειτονικό προς τη Σέλλιανη χωριό Τσουρίλλα, από την τοπική οργάνωση του Ε.Α.Μ. του χωριού και απευθύνονταν προς τους τοπικούς παράγοντες της Σέλλιανης, ενώ ο άλλος, πιθανώς προέρ­χονταν από τους μετριόφρονες Αλβανοτσιάμηδες της Μενίνας, Τάτη Κάσο και άλλους και απευθύνονταν προς το διοικητή του Λόχου του Ε.Λ.Α.Σ. Σπύρο Κόκορη. Και οι δυο τους, έφεραν κάπως καθυστερημένα, δυο μηνύματα ταυ­τόσημα, για την επικείμενη εχθρική επίθεση κατά της Σέλλιανης. Και πριν καλά καλά προλάβουν, να τα διαβάσουν οι παραλήπτες τους, σε διάφορα σημεία του χωριού, άρχισαν να πέφτουν οι πρώτες εχθρικές φωτοβολίδες πυροβολι

κού, που καθόριζαν τους στόχους των πυροβόλων τους. Δε χρειάστηκε, να δοθεί το συμφωνημένο σύνθημα εκ μέρους των φρουρών του χωριού, για την εκκένωσή του, γιατί, πρόλαβαν και ειδοποίησαν, οι ίδιοι οι Γερμανοί, με τα κανόνια τους, τα οποία, από τα βαθιά χαράματα, άρχισαν να σπέρνουν αστα­μάτητα, βόμβες, προς κάθε κατεύθυνση της Σέλλιανης. Τα καταιγιστικά πυρά, των πυροβόλων, των όλμων και των αυτομάτων όπλων του εχθρού, απέβλεπαν σε δυο σκοπούς. Πρώτον να κάμψουν κάθε πιθανή αντίσταση των ενόπλων που βρίσκονταν στο χωριό, και δεύτερον, να παρεμποδίσουν την εκκένωσή του, ώστε να συλλάβουν ζωντανούς, τόσο τους αντάρτες που πίστευαν ότι θα εύρι- σκαν, όσο και όλους ανεξαιρέτως τους κατοίκους του. Πράγμα το οποίο, θα ικανοποιούσε, Γερμανούς και Αλβανοτσιάμηδες. Τα εχθρικά πυρά, ανάγκασαν, όλους τους ενόπλους οι οποίοι ήσαν επιφορτισμένοι με την άμυνα του χωριού, αντάρτες και ελεύθερους σκοπευτές, αλλά και τους άμαχους οι οποίοι βρίσκο­νταν ακόμη μέσα ή και γύρω από το χωριό, να απομακρυνθούν όσο μπορούσαν πιο γρήγορα απ’ αυτό, για να μην εγκλωβιστούν. Όλοι τους, με πολλή δυσκο­λία, και με σοβαρό κίνδυνο της ζωής τους, αποσύρθηκαν, όπως προβλέπονταν και από το σχέδιο, στις κορυφογραμμές του Μπουζουρακιού και του Ιταμού, από όπου άρχισαν να βάλουν κατά του εχθρού με κάθε είδος όπλου που διέ­θεταν, έβαζε ακόμη κατά των επιτιθεμένων, από τον Ίταμο και ένα πολυβόλο του Λόχου του Ε.Λ.Α.Σ. του Σπ. Κόκορη, ο οποίος είχε μεταφερθεί εκεί, από το Σέλωμα της Σέλλιανης όπου ήταν στρατοπεδευμένος. Το πολυβόλο αυτό, κατά την εξέλιξη της μάχης έφερε θεαματικά αποτελέσματα, γιατί έβαζε ασταμάτη­τα και εύστοχα κατά των εχθρών. Το χειρίζονταν ένας αντάρτης του Λόχου Παραμυθιάς, ο Βαγγέλης Βούτσης.

 

Οι Γερμανοί και οι συνεργάτες τους Αλβανοτσιάμηδες, αφού προετοίμασαν το έδαφος με τους βομβαρδισμούς, όρμησαν κατά της Σέλλιανης, για να την καταλάβουν και να τιμωρήσουν τους κατοίκους της, οι οποίοι, είχαν το θράσος, να προετοιμάζουν εναντίον τους αντίσταση και μάλιστα, κοντά στις βάσεις τους, δηλαδή, πίσω από τις πλάτες τους. Η επίθεση κατά της Σέλλιανης, εκδη­λώθηκε από πολλά σημεία. Συγκεκριμένα από τις τοποθεσίες, Στενό, Πλάσες, Κορτσέλες, ίσως και από άλλες. Οι στρατιωτικές δυνάμες των Γερμανών οι οποίες έλαβαν μέρος σ’ αυτή την εκκαθαριστική επιχείρηση, προέρχονταν απ’ αυτές που είχαν έδρα τους την Παραμυθιά και τη Μενίνα. Μάλιστα, ένα τμήμα από τη δύναμη που προέρχονταν από την Παραμυθιά κατευθύνθηκε προς το Ελευθεροχώρι, μέσω της Σκάλας της Παραμυθιάς προφανώς, για να εμποδίσει πιθανή βοήθεια προς τη Σέλλιανη από αντάρτες της δυνάμεως Ποπόβου. Η εχθρική δύναμη η οποία ενεργούσε την επίθεση κατά της Σέλιανης, ανέρχο­νταν σε 600-700, άντρες άριστα εξοπλισμένους, το 1/3 των οποίων ήσαν Αλβα­νοτσιάμηδες, οι οποίοι προέρχονταν από την Παραμυθιά και τα περίχωρά της και διοικούνταν από τον ταγματάρχη Σούλτζε. Επί κεφαλής δε των Αλβανο- τσιάμηδων, ήταν ο Νουρή Ντίνος αδελφός του Μαζάρ Ντίνου, ο οποίος ήταν και ο ιθύνων νους των Αλβανοτσιάμηδων της Θεσπρωτίας. Άνθρωπος, κατα­χθόνιος και πολύ επικίνδυνος. Στο σημείο αυτό πρέπει να προστεθεί, ότι οι δύο Ντιναίοι, Μαζάρ και Νουρή, κατάγονταν από την Παραμυθιά. Σπάνια όμως έμε­ναν σ’ αυτή την κωμόπολη. Τον περισσότερο χρόνο τους, περνούσαν, κινούμενοι μεταξύ Θεσπρωτίας, Αλβανίας και Ιταλίας. Ο Νουρή μάλιστα ήτανταγμα- τάρχης του ιταλικού στρατού κατ’ απονομήν13988000 10210149009472406 8824591420213875017 o

 

Και οι δύο, έπαιζαν εις βάρος της Ελλάδας, το παιγνίδι των Αλβανών και των Ιταλών και ασκούσαν κατασκοπεία αλλά και προπαγάνδα στους ομοθρήσκους τους Αλβανοτσιάμηδες της Θεσπρωτίας, για την επέκταση του αλβανικού κράτους μέχρι την Άρτα και τη δημιουργία της μεγάλης Αλβανίας. Γι’ αυτό μάλι­στα, τους υποκινούσαν σε παράνομες ενέργειες εις βάρος του ελληνικού κρά­τους. Πολλοί ήσαν οι ρόλοι, τους οποίους έπαιζαν. Ήσαν μυστικοί πράκτορες της φασιστικής Ιταλίας και της Αλβανίας, εις βάρος του ελληνικού κράτους. Προπαγανδιστές του εδαφικού επεκτατισμού και των δύο αυτών κρατών εις βάρος της Ελλάδας. Ακόμη, τροφοδοτούσαν τον ιταλικό και τον αλβανικό τύπο με ψευδή στοιχεία για δήθεν κακή μεταχείριση του αλβανοτσιάμικου στοιχείου της Θεσπρωτίας, από τις ελληνικές κρατικές αρχές. Δε δίσταζαν ακόμη να ηρωποιούν εγκληματικά στοιχεία ομοθρήσκων τους, τα οποία υπέπιπταν σε εγκληματικές πράξεις και ετιμωρούντο δικαίως, βέβαια, από την ελληνική δικαιοσύνη. Όλα αυτά, συνέβαιναν προς της ενάρξεως του ελληνοϊταλικού πολέμου και υποχρέωναν τις ελληνικές κρατικές αρχές να παρακολουθούν, τις δραστηριότητες που ανέπτυσσαν και αναγκάζονταν να λαβαίνουν τα προσήκο­ντα μέτρα. Μετά την κατάληψη της Ελλάδας από τα ιταλικά και γερμανικά στρατεύματα και την είσοδο των Ιταλών στη Θεσπρωτία, οι Ντιναίοι, έγιναν το φόβητρο του χριστιανικού πληθυσμού, σ’ ολόκληρη την περιοχή. Με την δύνα­μη και την ανοχή των κατοχικών δυνάμεων, αναστάτωναν τη Θεσπρωτία και δημιουργούσαν άπειρα προβλήματα εις βάρος των χριστιανών. Αν όχι όλες, οι περισσότερες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, που λάβαιναν χώραν εις βάρος χριστιανικών χωριών εκ μέρους των στρατευμάτων κατοχής, εκείνη την περίο­δο, με τη συμμετοχή στιφών Αλβανοτσιάμηδων, υποκινούνταν απ’ αυτούς.

 

Τα οργανωμένα εγκλήματα, οι δολοφονίες, οι ληστείες, οι λεηλασίες κ.λπ. εις βάρος των χριστιανών της Θεσπρωτίας, ήσαν δικές τους επινοήσεις. Δικής τους πρωτοβουλίας ήταν η ίδρυση του φασιστικού κόμματος στις κωμοπόλεις του νομού, η δημιουργία στην Παραμυθιά, της περιβόητης Αλβανικής Αστυνο­μίας ΞΙΛΑ, η επιδίωξη της ανατροπής του νόμου της απαλλοτριώσεως, βάσει του οποίου είχαν απαλλοτριωθεί από το ελληνικό δημόσιο οι μουσουλμανικές περιουσίες, και πολλές άλλες έννομες ενέργειες εξυφάνθηκαν εις βάρος του χριστιανικού στοιχείου της Θεσπρωτίας. Από την παραπάνω παρέκβαση, αποδεικνύεται ο ρόλος τον οποίο έπαιζαν στη Θεσπρωτία οι Μαζάρ και Νουρή Ντί- νος, προ του Βου παγκοσμίου πολέμου και κατά τη διάρκειά του.

Η συμμετοχή του Νουρή Ντίνου στην εκκαθαριστική επιχείρηση του γερμα­νικού στρατού και των αλβανοτσιάμηδων εναντίον της Σέλλιανης, φανερώνει πρώτα το μίσος που έτρεφαν οι ηγετικοί αυτοί παράγοντες των Αλβανοτσιάμηδων, για τους κατοίκους αυτού του χωριού, και δεύτερον, ότι ο ρόλος τους μεταξύ των ομοεθνών τους δεν ήταν μόνο ηγετικός, αλλά και αρκετά μαχητι­κός. Τούτο επιβεβαιώνεται και από το γεγονός, ότι, ο κατ’ απονομήν ταγμα­τάρχης του ιταλικού στρατού, Νουρή Ντίνος, κατά τη διάρκεια της επίθεσης της 27ης Σεπτεμβρίου 1943, καθοδηγούσε τους μαχόμενους Αλβανοτσιάμη­δες, και τους παρότρυνε να δείχνουν θάρρος και επιθετικότα ώστε να στεφθεί από επιτυχία, ο στόχος των επιτιθέμενων. Στη λυσσαλαία αυτή εχθρική επίθε­ση, ανατάχθηκαν σθεναρά, όσοι ένοπλοι αντάρτες και άλλοι κάτοικοι του χωρι­ού πρόλαβαν να συγκεντρωθούν,_ στις απότομες πλαγιές του βουνού Ιταμού και στην κορυφή του Μπουζουρακιού. Αν και τα πολεμικά μέσα που διέθεταν ήσαν περιορισμένα και πενιχρά και η δύναμη του πυρός τους, ήταν ανάλογη, εν τούτοις, καθήλωσαν τον εχθρό για αρκετές ώρες και τον παρεμπόδισαν να εισβάλλει αμαχητί στο χωριό. Τελικά όμως, ενώ ο φθινοπωρινός ήλιος μεσου­ρανούσε, οι εχθρικές δυνάμεις κατόρθωσαν να εισχωρήσουν στο χωριό. Η είσοδος ιδίως των φανατισμένων Αλβανοτσιάμηδων, πραγματοποιήθηκε με άγριες φωνές και αλαλαγμούς ικανοποίησης, σα να είχαν καταλάβει κάποιο απόρθητο φρούριο. Φαίνεται, ότι σα φρούριο θεωρούσαν τη Σέλλιανη, με τις πληροφορίες που είχαν συγκεντρώσει γι’ αυτήν, και τις είχαν μεγαλοποιήσει στη νοσηρή φαντασία τους.

 

Και χωρίς να χάνουν καθόλου καιρό, διότι δεν ήσαν σίγουροι για την εξέλι­ξη της επιχείρησης, Γερμανοί και Αλβανοτσιάμηδες, επιδόθηκαν, στο γνωστό και καταστρεπτικό τους έργο. Το όργιο της διαρπαγής και της λεηλασίας και την απογύμνωση των σπιτιών του χωριού, από ότι ωραίο και χρήσιμο υπήρχε, ασυγκίνητοι και με αισθήματα σκληρότητας και άγριας ικανοποίησης, τα παρέ­διδαν στην φωτιά και τις φλόγες. Κι ενώ, οι φλόγες έγλειφαν και αγκάλιαζαν τα σπίτια και πυκνοί καπνοί ανέβαιναν προς τα ύψη, οι εισβολείς, δεν έκρυβαν τη χαρά και την ικανοποίηση τους διότι επί τέλους τιμώρησαν τους ταραξίες Σελ- λιανίτες. Τις ώρες που η μάχη συνεχίζονταν με πείσμα μεταξύ των αντιμαχόμε- νων, οι κάτοικοι της Σέλλιανης που έβλεπαν από τον Ίταμο και τις κορυφο- γραμμές του Μπουζουρακιού τα πυκνά σύννεφα του μαύρου καπνού που έβγαινε από τα καιόμενα σπίτια τους από τους εχθρούς της πατρίδας τους, γεμάτοι πίκρα και αγανάχτηση, βροντοφώναζαν προς τους εμπρηστές , αδί­σταχτους Αλβανοτσιάμηδες, «Σκυλιάααα τα δικά σας καίτε...ε. Τα δικά σας καίτε». Αυτές οι φωνές τους, ήταν κραυγές οργής, αλλά και έμμεσες απειλές. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους Σελλιανίτες οι οποίοι με τις φωνές τους, εκδήλωναν από τα βάθη της ψυχή τους, τη θλίψη και την απόγνωσή τους, για τη συμφορά που τους εύρισκε, ήταν ο παπα-Βαγγέλης Οικονομίδης, ο Γιάννης Σιούτης, ο Σταύρος Παπαμώκος και πολλοί άλλοι κάτοικοι του χωριού. Αλλ’ αυτές, δεν ήταν φωνές που ακούγονταν, ήταν οι κατάρες ενός ολόκληρου χωριού, που σπάραζε από τα πλήγματα του πιο στυγνού και αδυσώπητου κατακτητή που γνώρισε ποτέ ο κόσμος και άφηνε τότε τον επιθανάτιο ρόγχο του, ο οποίος μαζί με τις κλαγγές των όπλων των μαχητών του, αντιβοούσε στον Σελλιανήτι- κο ορίζοντα.

 

Οι επιδρομείς, συνέχισαν το καταστρεπτικό τους έργο με την ίδιαμανία και αγριότητα, ώσπου αναχαιτίσθηκαν από τον καταιγισμό των βολών του πολυβό­λου του Ιταμού και τα ακατάσχετα πυρά των ανταρτών και όλων των άλλων ενόπλων. Τότε πια, σταμάτησαν, και αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν και να πάρουν το δρόμο της επιστροφής. Μιας επιστροφής, η οποία δεν ήταν ενθου­σιώδης, διότι στην ουσία, η επιχείρησή τους εναντίον της Σέλλιανης, αν και όπως φάνηκε, ήταν από καιρό προετοιμασμένη δεν εσημείωσε καθόλου επιτυ­χία, εκτός από την πυρπόληση του χωριού. Οι Γερμανοί κατακτητές οι οποίοι είχαν την έδρα τους στην Παραμυθιά, και ήσαν υπεύθυνοι για την τάξη και την ησυχία σ’ όλη την περιοχή, όπως προαναφέρθηκε, για τη Σέλλιανη είχαν τις χειρότερες συστάσεις. Τη θεωρούσαν ανταρτοφωλιά, όπως και το Πόποβο, και γι’ αυτό είχαν καταρτίσει φιλόδοξο σχέδιο εκκαθαρίσεως, ώστε να επιβληθεί με αυστηρότητα ο νόμος τους.

 

Με την αιφνιδιαστική επίθεση, που εξαπέλυσαν, σύμφωνα με τις πληροφο­ρίες που είχαν, πίστευαν, ότι θα καταλάμβαναν, αντάρτες και μόνιμους κατοί­κους του χωριού ανέτιμους να υπερασπισθούν τη ζωή τους και το χωριό τους. Και έτσι, εύκολα θα μπορούσαν, να προβούν σε συλλήψεις και θανατικές εκτε­λέσεις ως αντίποινα για το φόνο των γερμανών στρατιωτών που σκοτώθηκαν προημερών στην Τριάδα, κοντά στη Σκάλα της Παραμυθιάς. Όμως οι προσδο­κίες τους, διαψεύστηκαν παταγωδώς. Και τούτο, διότι οι κάτοικοι της Σέλλια- νης και οι αντάρτες οι οποίοι από μέρες συνέπεσε να βρίσκονται στο χωριό, είχαν προβλέψει την επίθεση και είχαν πάρει τα μέτρα τους. Δεν αιφνιδιάστη- καν. Με την εκδήλωση της εχθρικής επίθεσης, η οποία τους βρήκε σε πλήρη επιφυλακή, προέβησαν στην εφαρμογή του σχεδίου της κοινότητας το οποίο είχε καταρτισθεί προημερών και αποδείχτηκε πολύ ορθό. ΓΤ αυτό και δεν εθρηνήθηκαν ανθρώπινα θύματα. Από της πλευράς του εχθρού, όμως υπήρξαν τραυματισμοί Αλβανοτσιάμηδων, αγνώστου αριθμού. Διαδόθηκε, ότι μεταξύ των τραυματιών Αλβανοτσιάμηδων, ένας σοβαρά τραυματισθείς ήταν συγγε­νής του Νουρή Ντίνου.

 

Μπορεί κατά τη γερμανική επίθεση, της 27ης Σεπτεμβρίου 1943, η Σέλλιανη, να μη θρήνησε ανθρώπινα θύματα, νεκρούς ή τραυματίες, όμως, έπαθε, ριζική καταστροφή. Η πλειονότητα των σπιτιών της, αφού λεηλατήθηκαν και απογυμνώθηκαν τελείως, από έπιπλα και σκεύη πυρπολήθηκαν. Μάλιστα, η πυρπό­ληση τους, έγινε επιλεκτικά. Δηλαδή προτιμήθηκαν τα μεγαλύτερα και τα νεό­τευκτα. Στο σημείο τούτο, θεωρώ σκόπιμο, να προσθέσω και μερικά άλλα στοι­χεία, τα οποία αναφέροναι στο χρονικό της καταστροφής της Σέλλιανης στην ημερομηνία που προανάφερα και σχετίζονται άμεσα μ’ αυτό.

 

Η αναφορά αυτή, γίνεται, για καθαρά ιστορικούς λόγους. Κατά την ημέρα, που πραγματοποιήθηκε, η γερμανική επίθεση, εναντίον της Σέλλιανης, στην περιοχή της, βρίσκονταν αντάρτες και από τις δύο εθναπελευθερωτικές οργανώσεις, από διάφορες ομάδες και της Σέλλιανης, της οποίας οι μόνιμοι αντάρ­τες του Ε.Δ.Ε.Σ. δεν μετακινήθηκαν από το χωριό τους. Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω, την αριθμητική τους δύναμη. Γνωρίζω όμως, ό,τι αρχηγός του λόχου του Ε.Λ.Α.Σ. ήταν ο έφεδρος ανθυπολογαχός Σπύρος Κόκορης από την Παραμυθιά, ενώ του Ε.Δ.Ε.Σ. αρχηγός ήταν ο αξιωματικός Καρόπουλος (για τον οποίο δεν γνωρίζω, αν προέρχονταν από τους μόνιμους ή τους έφεδρους αξιωματικούς, ποιο βαθμό κατείχε στην οργάνωση του Ε.Δ.Ε.Σ. και ποια ήταν η καταγωγή του). Και οι δυο τους, δεν έφτασαν στη Σέλλιανη την ημέρα που εκδηλώθηκε η γερμανική επίθεση, αλλά βρίσκονταν από μέρες κοντά ή μέσα σ’ αυτήν και βέβαια ήσαν πλήρως ενημερωμένοι για τα διαδραματιζόμενα, αλλά, και για την επικείμενη επίθεση ενατίον τους. Και όμως, ουδεμία συνεργασία υπήρξε μεταξύ τους για την αντιμετώπιση του εχθρού και τη σωτηρία τόσο του χωριού, όσο και των δοκιμαζομένων κατοίκων του. Τούτο αποδεικνύεται και από τα στοιχεία τα οποία παραθέτουμε.13957996 10210149026032820 8911162914029522795 o

 

Γι’ αυτό το θέμα, ο Νίκος Ζιάγκος, στο βιβλίο του «Αγγλικός Ιμπεριαλισμός και Εθνική Αντίσταση 1940-1945», τόμος Α στις σελίδες 158-159 γράφει: «27-9- 43, Δευτέρα. Τοπυροβολικό των Γερμανών βάζει στα υψώματα της Σέλλιανης, και στα σπίτια του χωριού ενώ φάλαγγα Γερμανών και τσιάμηδων προχωρεί για το χωριό. Ο Σπύρος Κόκορης είχε υποδείξει στους Εδεσίτες, την κατάληψη της Κούλιας, της Καλτσότρυπας, του Σελώματος και του Ζιουπάνου για να χτυπηθούν οι Γερμανοί. Όμως δεν εισακούστηκε, ανέβηκε με την ομάδα του στον Ίταμο. Ομάδα Σελλιανιτών έπιασε το Μπουζουράκι. Όταν οι Γερμανοί ανέβη­καν στο χωριό χτυπήθηκαν κι από τις δυο θέσεις των ανταρτών και πριν ολοκληρώσουν την καταστροφή, υποχώρησαν. Επιστρέφοντες στην Παραμυθιά σκότωσαν στα Σιαμέτια το Χρήστο Κόκορη, Βασίλη Μπρέστα και τη Βασιλική Παπά, αφού τη βίασαν πρώτα». Για το ίδιο θέμα, ο τότε αξιωματικός του Ε.Δ.Ε.Σ. Καρόπουλος, ο οποίος όπως προαναφέρθηκε, ήταν επί κεφαλής ανταρτικής ομάδας στη Σέλλιανη, στην εβδομαδιαία εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ ΤΟΥ ΕΒΡΟΥ» και συγκεκριμένα στο υπ’ αριθ. 47, 3-4-1957 φύλλο της, στην πρώτη σελίδα με τον τίτλο «ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΟΠΟΙΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ.

 

ΑΙ ΟΜΩΤΗΤΕΣ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΑΛΒΑΝΩΝ

 

«Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΣΕΛΛΙΑΝΗΣ». γράφει: Η κυρία γραμμή ανπστάσεως του τμή­ματος Καρόπουλου ευρίσκετο επί του αυχένος Ιταμός καταληφθέντος του ετέρου αυχένος Σέλλιανης υπό Λόχου του 24ου συντάγματος πεζικού Ε.Λ.Α.Σ. υπό την διοίκησιν ενός Κόκορη. Η δύναμη εις τον αυχένα Ιταμού ανήρχετο εις 65 άνδρας εκ των πέριξ χωριών. Οι κάτοικοι του χωριού Σέλλιανη, με τα πρώτα πυρά των Γερμανών και κατόπιν διαταγής του ανθυπολοχαγού Καρόπουλου, άρχισαν να εκκενώνουν το χωρίον προς αυχένα Σέλλιανης, με εντολήν να σκορπίσουν εις το οροπέδιον μεταξύ Ιταμού και Ελαταριάς έχοντες την υπό- σχεσιν του Ανθ/γου ότι δεν πρόκειται οι Τσιάμηδες και Γερμανοί να καταλά­βουν την τοποθεσίαν ταύτην». Εις άλλο σημείον του άρθρου του γράφει: « Ως προαναφέρθη εις τον αυχένα Σέλλιανης, ευρίσκετο λόχος του Ε.Λ.Α.Σ. ως μέχρι της στιγμής εκείνης, αν και παρήλθον επτά περίπου ώραι σκληράς μάχης οι... «ΗΡΩΙΚΟΙ» μαχηταί του Ε.Λ.Α.Σ. δεν έρριξαν ούτε ένα πυροβολισμόν. Ο ανθ/γος απέστειλεν σύνδεσμον εις τον επί κεφαλής του λόχου τούτου, Κόκορη με το κάτωθι σημείωμα:

 

Κύριε

 

Ελπίζω να είσαι Έλλην και αν τούτο συμβαίνει, ασχέτως προς τας διαταγάς που πιθανόν να έχεις, όπως μη λάβεις μέρος εις τον αγώνα αυτόν, εσύ είσαι υποχρεωμένος να βοηθήσεις τους σκληρώς αυτήν την στιγμήν μαχόμενους συμπατριώτες σου, εάν αυτό τελικώς δε σε πείθει σε παρακαλώ αποστειλέ μου το πολυβόλον ΣΕΙΝΤ-ΕΤΙΕΝ διότι στερούμαι ενός ισχυρού όπλου. Θα σου χρω­στώ μεγάλην ευγνωμοσύνη.

 

Με συναδελφικά αισθήματα
Καρόπουλος»

 

Σε άλλο σημείο του ίδιου δημοσιεύματος γράφει: «Ο Νουρή Ντίνος απειλών διαρκώς εμφανίζεται υποχωρών και μεταφέρων επί των ώμων του τον εξάδελφόν του τραυματίαν σοβαρώς. Κάποιαν στιγμήν που είχαν σιγήσει οι ορυμα

γδοίτης μάχης, ακούγεται ο Νουρή: «Άτιμοι Έλληνες και άτιμε Καρόπουλε θα σας εκδικηθούμε, θα δήτε... Περί την 16ην ώραν οι γερμανοτσιάμηδες έχουν εγκαταλείψει τον αγώνα με 27 νεκρούς και αρκετούς τραυματίες, τους οποίους μετέφερον εις Παραμυθιάν». Από την παράθεση των παραπάνω στοιχείων, αποδεικνύται ότι, ενώ η Σέλλιανη αντιμετώπιζε τον έσχατο κίνδυνο του αφανι σμού της, οι ανταρτικές ομάδες και των δύο εθναπελευθερωτικών οργανώσε­ων, που βρίσκονταν στην περιοχή της, αντί να σχεδιάσουν και να προγραμμα­τίσουν τον τρόπο αντιμετώπισης του εχθρού, σε πιθανή επίθεση, εναντίον της, ώστε να προληφθεί η καταστροφή της, επιδίδονταν σε έριδες και διαπληκτισμούς, οι οποίοι όπως ήταν επόμενο κατέληξαν εις βάρος της Σέλλιανης.

 

Είναι αλήθεια, ότι η πρόταση Κόκορη, όπως τη διατυπώνει ο Ν. Ζιάγκος στο βιβλίο του «Αγγλικός Ιμπεριαλισμός και Εθνική Αντίσταση 1940-45» για την οργάνωση της άμυνάς της από τις τοποθεσίες Κούλια, Καλτσότρυπα, Σέλωμα και Ζιουπάνου, την οποία απέρριψε ο αξιωματικός του Ε.Δ.Ε.Σ. Καρόπουλος, κατά τη γνώμη μου ήταν ρεαλιστική και ορθή. Διότι ανταποκρίνονταν, τόσο στην εδαφολογική κατάσταση του χωριού, όσο και στις αμυντικές δυνατότητες που υπήρχαν. Εάν εφαρμόζονταν αυτό το σχέδιο και λάβαιναν θέση όλοι οι αντάρτες και των δυο Αντιστασιακών οργανώσεων που βρίσκονταν εκείνη τη χρονική περίοδο, μέσα ή κοντά στο χωριό, αλλά και όλοι οι άλλοι ένοπλοι κάτοι­κοι της Σέλλιανης και υπήρχε συνεργασία και συντονισμός προσπαθειών, υπήρχαν πολλές πιθανότητες να παρεμποδισθεί και να αποτραπεί η είσοδος του εχθρού στο χωριό. Αλλά, και αν ακόμη κατόρθωνε να διεισδύσει, από κάποιο σημείο, οι καταστροφές που θα επέφερε, θα ήταν περιορισμένες.

 

Σ’ αυτό το συμπέρασμα οδηγούμαστε από τα αποτελέσματα τα οποία απέ­φεραν οι λίγοι ελεύθεροι σκοπευτές του Μπουζουρακιού και ο πολυβολητής του Ιταμού οι οποίοι επέτυχαν να σταματήσουν τον εχθρό και να τον αναγκά­σουν να υποχωρήσει. Ο αξιωματικός Καρόπουλος, ο οποίος όπως αναφέρθη­κε ήταν επί κεφαλής των ανταρτών του Ε.Δ.Ε.Σ., στο άρθρο του που δημοσιεύ­ει στην εφημερίδα του ΕΒΡΟΥ, αποσπάσματα του οποίου προαναφέρθηκαν, δεν αναφέρει τίποτα για το σχέδιο του Κόκορη που του προτάθηκε. Αλλά, και σε όσα σημεία, αναφέρεται στο συνάδελφό του αυτόν, εκφράζεται ειρωνικά και επιτιμητικά. Τούτο, δημιουργεί αλγεινή εντύπωση και σήμερα ακόμη, και δίνει μια αμυδρή εικόνα, των τεταμένων σχέσεων που επικρατούσαν τότε μετα­ξύ των δύο Αντιστασιακών οργανώσεων, σε όλα ανεξαιρέτως τα κλιμάκια τους. Κατάσταση η οποία καλλιέργησε μεταξύ των Ελλήνων το διχασμό και τη διχό­νοια και οδήγησε τη χώρα στον αιματηρότατο εμφύλιο πόλεμο, ο οποίος για πολλά χρόνια την ταλάνισε. Όσον αφορά την περιγραφή της μάχης της Σέλ- λιανης, όπως την παρουσιάζει την εφημερίδα του ΕΒΡΟΥ ο τότε αξιωματικός του Ε.Δ.Ε.Σ. Καρόπουλος, είμαι αναγκασμένος να αναφέρω ό,τι, όταν στην περιγραφή ιστορικών γεγονότων παρεισφρήσει ο παράγοντας της προσωπι­κής προβολής, τότε, η αντικειμενικότητα και η αμερόληπτη καταγραφή των γεγονότων, παραποιείται. Αναγράφεται στο ανωτέρω δημοσίευμα επί παρα­δείγματα «οι κάτοικοι του χωρίου Σέλλιανη, με τα πρώτα πυρά των Γερμανών και κατόπιν Δ/γης του Ανθ/γου Καρόπουλου ήρχισαν να εκκενώνουν το χωριό προς αυχένα Σέλλιανης με εντολή να σκορπίσουν εις το οροπέδιον μεταξύ Ελαταριάς και Ιταμού κ.λπ.»

 

Δυστυχώς, κανένας δεν ασχολήθηκε για την τύχη των κατοίκων του χωριού εκείνη την ημέρα, ούτε τους διέταξε τι να κάμουν ή πως να ενεργήσουν. Οι ίδι­οι, με δική τους πρωτοβουλία, από την 26η Σεπτεμβρίου 1943 ουσιαστικά είχαν εγκαταλείψει το χωριό τους και είχαν παραμείνει σ’ αυτό, μόνο οι ένοπλοι και λίγοι γέροντες. Σε άλλο σημείο του εν λόγω άρθρου, αναφέρεται ότι «Ο Νουρη Ντίνος αποχωρών, μεταφέρει στους ώμους του τον τραυματίαν εξάδελφόν του και ακούγεται να υβρίζει, άτιμοι Έλληνες, άτιμε Καρόπουλε, θα σας εκδικη­θούμε, θα το ιδήτε». Σε άλλο σημείο, αναφέρονται και τα εξής: «περί την 16ην ώρα, οι Γερμανοτσάμηδες έχουν εγκαταλείψει τον αγώνα με 27 νεκρούς και αρκετούς τραυματίες τους οποίους μετέφεραν εις Παραμυθιάν λόγω της ημε- τέρας αδυναμίας να κατέλθουμε εις το χωρίον».

 

Χωρίς καμμιά απολύτως πρόθεση να υποτιμηθεί ή να αγνοηθεί η προσφορά του τότε αξιωματικού του Ε.Δ.Ε.Σ. Καρόπουλου κατά τη μάχη της Σέλλιανης, επιβάλλεται να αναφερθεί, ότι τα στοιχεία που παραθέτει, απέχουν πολύ από την ιστορική πραγματικότητα. Η άποψη αυτή, υποστηρίζεται από ανθρώπους που έλαβαν μέρος σ’ εκείνη τη μάχη και έζησαν από κοντά εκείνα τα γεγονότα. Και ως εκ τούτου, είναι αδιάψευστοι μάρτυρες. Κάτω λοιπόν απ’ αυτές τις συν­θήκες με τις αναρίθμητες αντιξιοότητες, τις έριδες, τις παραλήψεις αλλά και τις παραξηγήσεις, καταστράφηκε η Σέλλιανη από τους Γερμανούς και τους Τσιάμηδες, στις 27 Σεπτεμβρίου 1943 και έσβησε οριστικά από το χάρτη της Ελλάδας. Έτσι, έκλεισε και ο κύκλος της ιστορικής διαδρομής της, στο χώρο, τον οποίο καθηγίασαν με το αίμα τους και πότισαν με τον ιδρώτα τους, αρκε­τές γενιές των κατοίκων της.

 

Κατά την επιστροφή τους στις βάσεις τους, οι επιδρομείς, κατέκαυσαν τα υπόλοιπα σπίτια του Ελευθεροχωρίου και του Συνοικισμού του Κεφαλοβρύσου. Το άδοξο τέλος της γερμανοαλβανικής επιδρομής κατά της Σέλλιανης είχε δυσάρεστες επιπτώσεις και για την κωμόπολη της Παραμυθιάς, αποκορύφωμα των οποίων ήταν, η σύλληψη και η θανατική εκτέλεση 49 προκρίτων της, στις 29 Σεπτεμβρίου 1943. Δηλαδή, δυο μέρες μετά την καταστροφή της Σέλλιανης.