Τον ήχο της φλογέρας σου τον άκουγαν τα δάση
Του ποταμού ο πλάτανος, τα ρείκια τα καλάμια.
Το αεράκι το άκουσε κι έμαθε το ρυθμό σου,
και τραγουδούν όλα μαζύ τον άδικο χαμό σου.
Τον μουρμουρίζει το νερό στο λάκο και στην Τύρια,
τα φύλλα από τις λυγαριές κι όλο λυγ'ιζουν οι ιτιές,
και οι κλαίουσες δακρύζουν.Ήτανε λέει μια φορά,
ο Χρίστος παλικάρι, και διάβαινε στην ποταμιά
Λιθάρι το λιθάρι. Έπαιζε με τους φίλους του
φλόμωνε τα ψαράκια, και γύριζε χαρούμενος,
με χέλια καβουράκια, τα πέταγαν στη χόβολη,
και είχανε πανηγύρι γιατί απόψε νηστικός
κανένας δεν θα γύρει.
Αύριο με τα πρόβατα ψάχνουν κανένα γκόρτσο,
κανα γλυκάδι πουθενά στης σφάκας το λουλούδι.
Να βρούνε μέλι διαλεχτό κι αυτά σαν το μελίσσι,
και νηστικοί να κάνουνε στάλο σ΄ένα ξωκκλήσι,
Παρακαλούν τον Άγιο για μια μπουκιά ψωμάκι,
ήταν παιδιά της κατοχής της ξενιτειάς φαρμάκι.
Τώρα εκεί που στέκεται στης Παναγιάς το αμπέλι,
προσεύεται για τα παιδιά τ΄αγγόνια τα μικρά του,
τα βασιλόπουλά του. Μας λείπει η παρουσία σου,
μας λείπει η φωνή σου, που συνετά κανάκευες
τις ώρες της ζωής σου.
Τι να σου πω καρδούλα μου τα λόγια περισεύουν
είναι τα μάτια που μιλούν, τα χείλια που σωπαίνουν.
Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά.