Απο το βιβλιο του Σταύρου Γ. Παπαμώκου "Η ΣΕΛΛΙΑΝΗ ΧΘΕΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ "
Παροιμίες που χρησιμοποιούνται από τα παλιά στη Σέλλιανη

Αγάλια, αγάλια γίνεται η αγουρίδα μέλι.
Αγάπησε το φίλο σου κατά τα χούγια που έχει.
Αν είσαι και παπάς, με την αράδα σου θα πας.
Άδεια μαντριά γεμάτα λύκους.
Άρπαξε να φας και κλέψε νάχεις.
Άκουγε πολλά και λέγε λίγα.
Άσπρα γρόσια για μαύρες μέρες.
Αν έχεις τύχη διάβαινε και ριζικό περπάτα.
Άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας.
Ακριβός στα πίτουρα και φτηνός στ' αλεύρι.
Άλλοι σπέρνουν και κλαδεύουν, άλλοι πίνουν και μεθάν.
Αλλού τα καρκαλίσματα, κι αλλού γενναν οι κότες.
Ανεμομαζώματα, διαβολοσκορπίσματα.
Από Αύγουστο χειμώνα και από Μάη καλοκαίρι.
Από την αναβροχιά, καλό είναι και το χαλάζι.
Άφησε το γάμο και πήγε για πουρνάρια.
Άνθρωπος αγράμματος ξύλο απελέκητο.
Άλλαξε ο κολιός και έβαλε τα ρούχα του αλλιώς.
Αν δε βρέξει ας σταλάξει.
Ακόμα δεν τον είδαμε Γιάννη τον φωνάξαμαν.
Απ' έξω από το χορό πολλά τραγούδια ξέρει.
Αλλιά στο νιο που δέρνεται στο γέρο που κοιμάται.
Από τον κόρακα κρακ θ' ακούσεις.
Από φτωχό μη δανειστείς σε παίρνει από κοντά.
Βρήκαμαν παπά να θάψομε καμμιά δεκαριά.
Βρήκε η φακή το αγγειότης.
Δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν κρατούσες. Δούλεψέ με κακομοίρη να μη γίνω σαν κι εσένα. Δείπνα πεθερά κι έλα να σε ψειρίσω. Δεν μπορείς γέροντα, δέσε και κουβάλα. Δόμου κυρά τον άντρα σου και πάρε τον κόπανο μου. Δεν είμαι παραφαγάς, είμαι παραπονιάρης. Δυο γαϊδούρια μάλωναν σε ξένο αχερώνα. Δυο καρπούζια σε μια μασχάλη δεν κρατιούνται. Δανεικό κυρά μου τ' αλεύρι, δανεικό και το προζύμι.
Εδώ το λύκο βλέπομε, την ομπλή γυρεύομε. Είναι ξύλο κούτσουρο δαυλί καμμένο. Εμπάτε σκυλιά κι αλέστε κι αλεστικά μη δίνετε. Εκεί που μας εχρόσταγαν μας πήραν και το βόιδι. Ένας κούκος δε φέρνει την άνοιξη.
Εσύ κακό χειρόβολο κι εγώ κακό δεμάτι.
Εδώ δε μας θέλουν στο χωριό, κι εσύ ζητάς του παπά το σπίτι;
Είναι καλημέρα χώρια του.
Είπε ο γάιδαρος, τον πετεινό κεφάλα.
Ένα σου, κι ένα μου και κάτσε παρακάτω.
Εκεί που δε σε σπέρνουν μη φυτρώνεις.
Εσένα τα λέω πεθερά για να τ' ακούσει η νύφη.
Εκεί του χάριζαν γάιδαρο κι αυτός τον κοίταζε στα δόντια.
Εκεί που θάκλειναν δυο σπίτια έκλεισαν ένα.
Ζήσε μαύρε μου να φας τριφύλλι.
Η τιμή τιμή δεν έχει και χαρά σ' όποιον την έχει. Η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται. Ήρθαν τα άγρια να διώξουν τα ήμερα. Η κότα πίνει νερό και κοιτάζει και το θεό. Η παλιά η κότα έχει το ζουμί.
Ήταν, που ήταν στραβό το κλίμα, τόφαγε και ο γάιδαρος. Η φτήνεια ξοδεύει τον παρά. Η γλώσσα δεν έχει κόκαλα και κόκαλα τσακίζει. Η ομόνοια σπίτια χτίζει και η διχόνοια τα γκρεμίζει. Η πάστρα είναι μισή αρχοντιά.
Θέλεις ρούφα κι άρμεξε, θέλεις άρμεξε και ρούφα.
Κάλλιο οργή θεού παρά βοή λαού.
Κάλλιο γάιδαρος δεμένος νοικοκύρης σιγουρεμένος.
Κάλλιο γάίδουρόδενε, παρά γαϊδουρογύρευε.
Κάηκε η βάβω στο κουρκούτι και φυσάει και το γιαούρτι.
Κάλλιο να σου βγει το μάτι παρά να σου βγει το νάμι (τ' όνομα).
Κάλλιο πρώτος στο χωριό παρά δεύτερος στην πόλη.
Κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρι.
Κοιμήσου κι η τύχη σου δουλεύει.
Καλό τυρί σε σκύλινο τομάρι.
Κίνησε η τέντζερη και βρήκε το καπάκι.
Κάλλιο ρίγανη και ρήνια, παρά ζάχαρη και γκρίνια.
Κοντός ψαλμός αλληλούια.
Κουφού καμπάνα κι αν λαλείς τυφλό κι ανθυμιατίζεις.
Κάμε το καλό και ρίξτο στο γιαλό.
Καλά νιάτα κακά γεράματα.
Κακό χωριό τα λίγα σπίτια.
Κατά το μάγουλο και το μπάτσο.
Κατά μάνα κατά τάτα, κατά γιο και θυγατέρα.
Κι ο λύκος από το μέτρο τρώει.
Κάλλιο πέντε κάρβουνα παρά δέκα πρόβατα.
Κόρακας του κόρακα τα μάτια δεν τα βγάζει. Κουτσοί στραβοί στον Παντελεήμονα. Κόπηκε το νερό στάθηκε ο μύλος.
Λείπει ο Μάρτης από τη Σαρακοστή; Λούσε με χτένισε με ξέρω ποιος με γέννησε. Λαίμαργη καρδιά ψυχή χαμένη.
Μισή ντροπή δική σου, μισή δική μου.
Μαύρη τύχη που είχες άντρα όλοι πήγαν και δε γύρισαν, εσύ πήγες και γύρισες. Μάτια που δε φαίνονται γρήγορα λησμονιούνται.
Με τον ήλιο τα μπάζομε, με τον ήλιο τα βγάζομε τι έχουν τα έρμα και ψοφάνε. Μπρος στα κάλλη τι είναι ο πόνος;
Νηστικό αρκούδι δε χορεύει.
Να σκιάζονταν ο λύκος τη βροχή έβανε και κατσιούλα. Νερό τρεχούμενο κοιλιά σπασμένη. Νάκαναν όλες οι μύγες μέλι, θάτρωγα κι εγώ η καημένη. Να είσαι καλά τον Αύγουστο, που είναι παχιές οι μύγες. Ξέρει να κλέψει, αλλά δεν ξέρει να κρύψει.
Όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια.
Όποιος τρώει μπροστά κοιτάζει πίσω.
Όποιος βιάζεται σκοντάφτει.
Ο ψεύτης και ο κλέφτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται.
Ο φόβος φυλάει τα έρημα.
Ο φτωχός και το ποτάμι στον ποσό του θε να πάει.
Ο φτωχός κι η μοίρα του.
Όποιος έχει ξένο άλογο, στο δρόμο ξεπεζεύει.
Ο βήχας και ο παράς δεν κρύβονται.
Ο κακός ο χρόνος περνάει, ο κακός ο γείτονας δεν περνάει.
Όλα τάχει η φατιμέ κι ο φερετζές της λείπει.
Όπου λαλούν πολλοί κοκόροι αργεί να ξημερώσει.
Όταν δεν έπρεπε έβρεχε και το Μάη χιόνιζε.
Όπου ακούς πολλά κεράσια πάρε μικρό καλάθι.
Οι πολλές μαμές βγάζουν το παιδί γκαβό.
Όλο το αυγό στην πίτα.
Όποιος έχει τη μύγα μυγιάζεται.
Όποιος έχει πολύ πιπέρι ρίχνει και στα λάχανα.
Ο κόσμος τόχει τούμπανο κι εμείς κρυφό καμάρι.
Όχι όπως ήξερες νύφη μου αλλά όπως βρήκες.
Όσοι φούρνοι καπνίζουν όλοι πίτες βγάζουν;
Ο χορταμένος το νηστικό δεν τον πιστεύει.
Όποιος δε θέλει να ζημώσει όλη μέρα κοσκινίζει.
Όσα ξέρει ο νοικοκύρης δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος.
Ο καλός ο νοικοκύρης το χειμώνα χαίρεται. Ο νηστικός καρβέλια ονειρεύεται. Ο νοικοκύρης βγάζει το γομάρι από τη λάσπη. Όποιος σκάβει άλλου λάκο πέφτει ο ίδιος. Ο χαντζής με τον κερατζή κάποτε θα σμίξουν. Όποιος τρώει μπροστά κοιτάζει πίσω. Όλα τα γουρούνια μια μύτη έχουν. Όλη η θάλασσα αρμυρή είναι. Ότι βρέξει ας κατεβάσει. Όταν δεν έπρεπε έβρεχε και το Μάη χιόνιζε. Ούτε είχε ο παπάς γουρούνια ούτε θάχει. όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος.
Παπάς δεμένος, γράφει και ξεγράφει.
Πάρτον στο γάμο να σου ειπεί και του χρόνου.
Πίτα που δεν τρως τι σε μέλει κι αν καεί.
Που πας έρμο βιό πάω να ρημάξω κι άλλο.
Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά.
Πες μου με ποιον πας να σου ειπώ ποιος είσαι.
Πήρε ο κουτσός κατήφορο.
Πήγε για μαμή και γύρισε λεχώνα.
Πέθανε η πεθερούλα μου πλάτυνε η αγγονούλα μου.
Πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος.
Ποιος μικρομαθαίνει δε μεγαλοαφήνει.
Πέντε βόδια δυο ζευγάρια.
Παλικάρι της φακής και γαμπρός της γάτας.
Ποιος δεν παινεύει το σπίτι του πέφτει και τον πλακώνει.
Παλιό άλογο καινούργια περπατησιά δε βγάζει.
Ράβε ξήλωνε δουλειά να μη σου λείπει.
Στον πάτο ξυρίζουν το γαμπρό. Στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα. Σφάξε με αγά ν' αγιάσω. Στη βράση κολλάει το σίδερο.
Τα ράσα δεν κάνουν τον παπά, μα ο παπάς τα ράσα. Τα λόγια σου με χόρτασαν και το ψωμί σου φάτο. Ταίριασαν και συμπεθέριασαν. Το έχει πάει κι έρχεται κι η Κακασιού στο τόπο της. Το φτωχό και το χωριάτη ξένη υπόθεση τον γεράζει. Του κουτσού του λελεκιού ο θεός φτιάνει τη φωλιά. Του φτωχού το εύρημα είναι καρφί ή πέταλο. Το φίδι τρώει για να πονέσει.
Το φτηνό το κρέας το τρώνε τα σκυλιά. Ή δεν το τρώνε ούτε τα σκυλιά.
Το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι του.
Το κεφάλι δίχως μέτρα θέλει χτύπημα στην πέτρα.
Το αγώι ξυπνάει τον αγωγιάτη.
Το στραβό το ξύλο η φωτιά το σιάζει.
Το ήμερο το αρνί βυζαίνει δυο μανάδες, ενώ το άγριο δε βυζαίνει ούτε τη μάνα του.
Τον αράπη κι αν τον πλένεις το σαπούνι σου χαλάς.
Το γοργό και χάριν έχει.
Το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι.
Το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται.
Το σιγανό ποτάμι να φοβάσαι.
Της νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελάει.
Τάχτα σου και ράρα σου κι έρχεται η αράδα σου.
Τι σου λείπει κασιδιάρη φέση από μαργαριτάρι.
Το δώρο δε δωρίζεται.
Τα παιδιά τρώνε τα μήλα και οι γέροντοι τα μουδιάζουν. Το κακό μου το κεφάλι τάθελε και τα τραβάει. Το αίμα νερό δε γίνεται.
Τι να σου θυμηθώ κρεμμυδάκι μου; Κάθε χαψιά και δάκρυ.
Τέτοιος φούρνος τέτοια πίτα.
Το μυρμήγκι όταν βγάζει φτερά χάνεται.
Των φρονίμων τα παιδιά, πριν πεινάσουν μαγειρεύουν.
Τους μπήκαν ψύλοι στ' αυτιά.
Τα παιδιά έχουν τα νιάτα και οι γέροντοι την αρμάτα.
Το ρόιδο βγάζει αγκάθι και τ' αγκάθι βγάζει ρόιδο.
Της καλομάνας το παιδί το πρώτο νάναι κορίτσι.
Τσαρούχι από τον τόπο σου κι ας είναι και μπαλωμένο.
Το χαράμι χαλάλι δε γίνεται.
Υστερινή μου γνώση να σ' είχα πρώτα.
Φάει νύφη ζουμί καλά είναι και τα κοψίδια.
Φασούλι το φασούλι γεμίζει το σακούλι.
Φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο.
Φάτε λύκοι φάτε αρκούδες.
Φταίει ο γάιδαρος και χτυπάμε το σαμάρι.
Φίλε μου στη λύπη μου κι εχθρέ μου στη χαρά μου.
Φοβάται ο Γιάννης το θηριό και το θηριό το Γιάννη.
Φτιάσε χάλασε, δουλειά να μη σου λείπει.
Φύλαξε τα ρούχα σου νάχεις τα μισά.
Φύλαξε το φίδι το χειμώνα, να σε φάει το καλοκαίρι.
Φύλαξε το φίδι στον κόρφο σου.
Χέρι που δεν μπορείς να το δαγκώσεις φίλησέ το.
Ψόφησε το βόδι, χάλασε η σεμπριά.