Απο το βιβλιο του Σταύρου Γ. Παπαμώκου "Η ΣΕΛΛΙΑΝΗ ΧΘΕΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ "

Παλιότερα, που η ζωή των γονιών μας, των παππούδων μας και ημών των μεγαλύτερων ήταν σκληρή και δύσκολη και δεν υπήρχαν οι στοιχειώδεις υγιει­νές συνθήκες διαβίωσης, τα προβλήματα υγείας, αντιμετωπίζονταν με τρόπο υποτυπώδη, πρόχειρα, εμπειρικά και με σοβαρούς κινδύνους για την τύχη της. Πολλές αρρώστιες, ως τότε ήταν άγνωστες.giatrosofia

Γι’ αυτό, πολλοί πέθαιναν χωρίς να γίνονταν γνωστή η αιτία του θανάτου τους. Οι πιο γνωστές και συνηθισμένες αρρώστιες ήταν: 1) Οι θέρμες, η ελο­νοσία δηλαδή, που οφείλονταν στα στεκούμενα νερά της λίμνης μας. Αυτές τις ξεχώριζαν, σε καθημερινές, στον τεταρταίο πυρετό (που τους έπιανε κάθε τέσσερες μέρες), στον κακοήθη πυρετό που ήταν πολύ επικίνδυνος και αν δεν τον προλάβαιναν οδηγούσε τον άρρωστο στο θάνατο. Μια άλλη μορφή πυρετού ήταν τα δέκατα που τα βάφτιζαν βασκοθέρμες. 2) Άλλες αρρώστιες,ήταν το κρυολόγημα ή μπούντα όπως την έλεγαν, η οποία τις περισσότερες φορές εξελίσσονταν σε πνευμονία, με δυσάρεστα επακόλουθα. 3) Το συνάχι ή μπρέγκα. 4) Οι κοιλόπονοι. 5) Ο λιόκρος (ίκτερος). 6) Το αχαμνό σπειρί (άνθρακας) και άλλες.

Για την αντιμετώπιση της ελονοσίας, αν πήγαιναν στην Παραμυθιά στο για­τρό έκαναν θεραπεία με κινίνο ή κίνα (υγρό παρασκεύασμα του κινίνου) ή ατεμπρίνες. Χρησιμοποιούσαν όμως και πρακτικά φάρμακα δηλαδή βότανα. Τέτοια ήταν: τα ψηφιά, που είναι ένα φυτό με σταχτιά φύλλα και φυτρώνει 

κυρίως στα βράχια και στους γκρεμούς. Τέτοια φυτά, φύτρωναν στις Βριζαμιές, στο Κούφαλο, στα Μισοβούνια και αλλού. 

Αυτοί το φυτό βγάζει· ένα κίτρινο λουλούδι, που τόπαιρναν και μαζί με τα φύλλα του τόβραζαν. Το βρασμένο υγρό του, που ήταν πολύ πικρό, τόπινε ο θερμασμένος, κάθε πρωί και για πολλές μέρες νηστικός. Σα φάρμακο, χρησμοποιούσαν ακόμη και ένα άλλο φυτό, το στίχνο ή σαρακοφάι όπως τόλεγαν. Το χλωρό στίχνο, το κοπανούσαν λίγο και τόβαζαν σ’ ένα πανί και στη συνέχεια τόδεναν στο χέρι του αρρώστου κοντά στην παλάμη. Αυτό το φυτό, όταν έμε­νε στο χέρι έγδερνε το δέρμα του ανθρώπου και γι’ αυτό τόλεγαν σαρακοφάι. Έλεγαν ότι ήταν θεραπευτικό και έκοβε τις θέρμες. Σαν αντιπυρετικό θεωρούνταν και το σκόρδο. Απ’ αυτό έδιναν στον θερμασμένο μια φέτα κάθε πρωί μπροστά από το φαγητό. Επειδή από την ελονοσία διογκώνονταν και η σπλήνα των αρρώστων, ελεγαν ότι έπρεπε να την κόψουν. Αυτό το κόψιμο της σπλήνας τόκαναν ειδικοί. Ένας τέτοιος ειδικός ήταν τότε, ο Θωμάς Φάτσιος από τη Χούβιανη του Καρυωτίου. 

Αυτός, μ’ ένα μικρό μεταλλικό κύπελο, τάσι, όπως τόλεγε, χτυπούσε πολλές φορές, ελαφρά την κοιλιά του αρρώστου, πιστεύοντας ότι έτσι χτυπούσε τη σπλήνα. Αυτή τη θεραπεία δοκίμασε και ο γράφων τις γραμμές αυτές, σε ηλικία 8 χρόνων. Η ελονοσία εξαφανίστηκε από το χωριό μας και από την Ελλάδα ολόκληρη, μετά την εφεύρεση του σωτήριου εντομοκτόνου Ντι-ντι-ντι με το οποίο ψεκάστηκαν τα στεκούμενα νερά. 

Οι βασκοθέρμες, ήταν τα δέκατα κυρίως και άλλα προβλήματα υγείας που βασάνιζαν κυρίως τα παιδιά μικρής ηλικίας. Οι γονείς τους, πίστευαν πως αυτό, οφείλονταν σε βάσκαμα, κακό μάτι δηλαδή. Για να θεραπευτεί το βάσκαμα έπρεπε να γίνει ξεμάτιασμα. Αυτό τόκαναν πολλές γυναίκες, στο χωριό μας και ένας άντρας, που ήταν ο καλύτερος ξεματιαστής. Αυτός ήταν ο Μήτρο Παπαγιάννης. Αυτός, εκτός από το ξεμάτιασμα έκανε και άλλα γιατροσόφια. Για να ξεματιάσει κάποιον λοιπόν, ο μπαρμπα-Μήτρος, χρησιμοποιούσε: 1) Νερό άκριντο που τόφερνε κάποιος συγγενής του αρρώστου από μια από τις βρύσες του χωριού χωρίς να μιλήσει σε κανένα στο δρόμο, τόσο όταν πήγαινε, όσο και όταν γύριζε από τη βρύση. 2) Τρία κομμάτια χοντρό αλάτι. 3) Μια κουταλιά λάδι και 4) Αναμμένα κάρβουνα από τη φωτιά του τζακιού. Και τώρα ας δούμε τι έκανε: 

Πρώτα έπαιρνε το αλάτι και σταύρωνε τον ματιασμένο στο πρόσωπο (μέτω­πο, κάτω σιαγόνα και στα μάγουλα). Ύσερα, έρριχνε το αλάτι στην αναμμένη φωτιά. Αν ο κρότος που έκανε το αλάτι όταν έπεφτε στη φωτιά, ήταν δυνατός, συμπέραινε ότι το μάτιασμα ήταν μεγάλο. Αντίθετα, αν ήταν μικρός, το μάτια­σμα θεωρούνταν λιγότερο. Ύστερα, σ’ ένα βαθύ πιάτο έρριχνε λίγο από το άκριντο νερό. Μέσα σ’ αυτό, έρριχνε μια κουταλιά λάδι. Ύστερα, με ένα μικρό φτυαράκι έρριχνε μέσα μικρά αναμμένα κάρβουνα, τόσα, όσα ήταν τα πρόσω­πα που υποπτεύονταν, οι συγγενείς του αρρώστου ότι τον μάτιασαν. Ύστερα παρατηρούσε ποιο από τα κάρβουνα πήγε στον πυθμένα του νερού και κατέ­ληγε στο συμπέρασμα από που προέρχονταν το βάσκαμα. Μετά, από το νερό, αυτό, έπαιρνε λίγο και έβρεχε το πρόσωπο του ματιασμένου και τούδινε και λίγο να πιει. Πρόσεχε να γίνει το ξεμάτιασμα μπροστά από το Σάββατο. Γιατί πίστευαν, ότι δεν πρέπει να Σαββατιασθεί ο άρρωστος δηλαδή να μη μεσολα­βήσει Σάββατο. Σ’ αυτή την περίπτωση δεν έπιανε το ξεμάτιασμα. Ο μπαρμπα- Μήτρος, ο καλός αυτός γέροντας για τον κόπο του δεν ζητούσε τίποτα. Οι νοι­κοκυρές όμως, τούδιναν καμμιά οκά μπομποτάλευρο ή καμμιά βρασιά τραχα­νά ή κανένα φλυτζάνι ζάχαρη, για να πίνει κανένα τσάι. Αυτός, με τη σειρά του τις συμβούλευε να βάζουν φυλαχτά στα παιδιά τους με σταυρούς και θυμίαμα από εξαιρέτο, να παίρνουν χώμα από την πατησιά του ανθρώπου που ματιάζει τα παιδιά τους, να το διαλύουν στο νερό και να τους το δίνουν να το πιουν. Και πολλά άλλα τις συμβούλευε. 

Για το κρυολόγημα, χρησιμοποιούσαν πολλά μέσα. Βεντούζες, εντριβές με ούζο ή με ζεστό λάδι στο οποίο διάλυαν πιπέρι κόκκινο για να κάψει τον άρρω­στο και να φύγει το κρυολόγημα. Πολλές φορές μετά την εντριβή με το λάδι σκέπαζαν το κορμί του αρρώστου με άπλυτο μαλλί προβάτου ή καμμιά κεφά­λια από νεοσφαγμένο πρόβατο ή γιδερό. Άλλοτε έρριχναν αυγόκολα ή σιναπόκολα. Την αυγόκολλα την έφτιαναν με σαπούνι, ασπράδι από αυγό που το ανα­κάτευαν με ούζο. Ενώ τη σιναπόκολα την έφτιαχναν με κοπανισμένο σινάπι και ούζο. 

Τις κόλες αυτές (μια από τις δυο) άπλωναν στο κορμί του αρρώστου που στη συνέχεια το σκέπαζαν με χαρτί και το άφηναν έτσι μερικές μέρες. Για το κρυολόγημα χρησιμοποιούσαν και διάφορα καταπλάσματα. Όπως, καμμένα κεραμμίδια, ζεσταμένα πίτουρα από σιτάλευρο, ζεσταμένο λινοκόκι (λιναρόσπορο) και θερμόσταχτη. Όλα αυτά, τάβαζαν στο σημείο του σώματος που πονούσε ο άρρωστος. 

Ακόμα χρησιμοποιούσαν πολύ και το καυτηρίασμα, στις φτέρνες των ποδιών. Και σ' αυτό είχε ειδικότητα ο Μήτρο Παπαγιάννης. Αυτός, έπαιρνε μια ντουφεκόβεργα, δηλαδή μια βέργα σιδερένια, απ’ αυτές που καθάριζαν την κάνη του όπλου και την έκαιγε καλά στη φωτιά, ώσπου να κοκκινήσει. Ύστερα άλειφε τις φτέρνες των ποδιών του αρρώστου με λάδι και τοποθετούσε την άκρη της βέργας σ’ αυτές, και την άφηνε τόσο, όσο μπορούσε να την ανεχθεί ο άρρωστος. Η καμμένη ντουφεκόβεργα όπως ήταν φυσικό τρυπούσε τις φτέρνες των ποδιών του και για πολλές μέρες δυσκολεύονταν να περπατήσει πλην όμως πίστευαν ότι έτσι έφευγε το κρυολόγημα. Στους πόνους του κορμι­ού ή άλλων σημείων του σώματος ιδίως των χεριών και των ποδιών χρησιμο­ποιούσαν ακόμα και βδέλες, που τις έπιαναν στα στεκούμενα νερά της λίμνης. Τις βδέλες λοιπόν τις έβαζαν στο πονεμένο μέρος για να τραβήξουν αίμα, και να ξαλαφρώσει ο άρρωστος από την αρρώστια του. Για το συνάχι χρησιμοποι­ούσαν ροφήματα από τσάι, ασφακίδι, χαμομήλι, ρίγανη, θυμάρι, στογκολού- λουδο κ.λπ. 

Για τους κοιλόπονους, χρησιμοποιούσαν κι εδώ κόλες, και καταπλάσματα ζεστά, τα οποία πολλές φορές έφερναν αντίθετα αποτελέσματα, ιδίως σε περπτώσεις σκωληκοειδίτιδας. Όταν έπιανε κάποιον κοιλόπονος, έλεγαν ότι του λύθηκε ο αφαλός και έπρεπε να τον δέσουν. Γι’ αυτό τοποθετούσαν πάνω στον αφαλό μια ζεσταμένη βεντούζα ή ένα ζεσταμένο νεροπότηρο που τάφηναν στη θέση αυτή για αρκετή ώρα. Άλλοτε πάλιτούδεναντο αριστερό χέρι μ’ ένα σκοι­νί και το άφηναν δεμένο ώσπου να μουδιάσει καλά. Το λιόκρο τον ίκτερο δηλα

δή, που είναι μια αρρώστια που οφείλεται σε πάθηση του ήπατος που εκτός από τα άλλα προβλήματα που δημιουργεί στον άρρωστο, του κιτρινίζει όλο του το σώμα. Για τη θεραπεία του χρησιμοποιούσαν το κόψιμο. 

Αυτό τόκανε ο Γιώργος'Β. Γκοντόρας. Ένα Σάββατο το πρωί όταν το φεγ­γάρι βρίσκονταν στη χάση, δηλαδή δε φαίνονταν στον ουρανό, έξω στην αυλή του σπιτιού του αρρώστου, μ’ ένα ξυράφι, χάραζε, ελαφρά το χείλη του, ώσπου να ματώσει. Τον άνθρακα (το αχαμνό σπειρί) το θεράπευαν με το κάψι­μο με την κονταρίτσα (βελόνες πλεξίματος). Αυτό τόκανε μια γυναίκα στην Παραμυθιά. 

Εκτός απ’ αυτές, τις αρρώστιες υπήρχαν και τα έκτακτα περιστατικά. Τέτοια ήταν πολλά. Κοψίματα με κοφτερά εργαλεία, πεσίματα, χτυπήματα (μώλωπες), σπασίματα μελών του σώματος, εξωτερικοί πόνοι κ.λπ. Για το καθένα απ’ αυτά λάβαιναν κάποια μέτρα. 

Για τα κοψίματα με κοφτερά εργαλεία, το πρώτο πράγμα που κοίταζαν, ήταν να σταματήσουν την αιμορραγία. Αν το τραύμα ήταν μικρό, αφού το έπλυναν με ούρα (πίστευαν ότι τα ούρα είχαν την ιδιότητα να απολυμαίνουν τις πληγές) έβαζαν επάνω ξυσίματα από πετσί ή σφαλαγκονιά δηλαδή ιστό αράχνης ή ελα­φρό κατάπλασμα με φύλλα ασφάκας. Αν όμως το τραύμα ήταν μεγάλο και δε σταματούσε η αιμορραγία, κατάφευγαν σε γιατρό. Για τα σπασίματα σε μέλη του σώματος, χέρια ή πόδια κατάφευγαν σε ειδικούς (πολλές φορές κτηνο- τρόφους που γνώριζαν και έδεναν τα σπασμένα πόδια ζώων), οι οποίο έδεναν τα σπασμένα μέλη τους. Οι επεμβάσεις αυτές πολλές φορές στέφονταν από επιτυχία. Τέτοιες, επεμβάσεις στο χωριό μας, έκανε ο Γιώργος Τζάνης. Για εξωτερικούς πόνους, πρηξίματα κ.λπ. χρησιμοποιούσαν διάφορα βότανα. Φύλ­λα μολόχας, φύλλα από κισό, φύλλα από στόγκο, κρεμμύδια κ.λπ. Εκτός από τα φάρμακα και τα γιατροσόφια που προαναφέραμε, οι χωριανοί μας, χρησι­μοποιούσαν και διάφορα μαντζούνια. Αυτά ήταν παρασκευάσματα που τάφτια- χναν με διάφορα βότανα, πρακτικοί γιατροί τζαράχηδες ή κομπογιανίτες όπως τους έλεγαν που γύριζαν από χωριό σε χωριό. Τέτοιοι ήταν, ένας Γεράσιμος, και ένας Σταύρος από το Πρεμέτι (Πρεμετήτης Αλβανίας) κ.λπ. Εκτός από τους γυρολόγους πρακτικούς γιατρούς, υπήρχαν και άλλοι που έμεναν στα χωριά τους κι εκεί δέχονταν τους αρρώστους τους. 

Τέτοιοι ήταν ο παπα-Μιχάλης, ο Τσες από τη Γκρίκα, ο Γιαγιάς ο Τουρκαλβανός από το Μαργαρίτι, και πολλοί άλλοι σ’ άλλα χωριά. 

Σ’ αυτούς κατάφευγαν πολλοί άρρωστοι από το χωριό μας και άλλα χωριά για να βρουν θεραπεία. Πολλοί θεραπεύονταν. 

Μ’ αυτά τα φάρμακα και τα γιατροσόφια, οι παλιοί κάτοικοι της Σέλλιανης προσπαθούσαν να διατηρήσουν την υγεία τους και να κρατηθούν στη ζωή. Όμως η αναποτελεσματικότητά τους, σε συνδυασμόμε την κακή διατροφή και την εν γένει άθλια διαβίωσή τους είχαν σαν αποτέλεσμα πρόωρα γεράματα και πρόωρο θάνατο. Η κατάσταση άλλαξε, με την ανακάλυψη των εμβολίων, των αντιβιοτικών και των εντομοκτόνων φαρμάκων.

Παρ’ όλα αυτά, όμως, σήμερα βασανιζόμαστε από τις ασθένειες της ευημερίας όπως τις ονομάζουν οι γιατροί (καρδιά, καρκίνο κ.λπ.). Ας ευχηθούμε να σταματήσει αυτό το κακό που μας ταλανίζει τα τελευταία χρόνια.